Dictionary of Standard Modern Greek
| 220 items total [41 - 50] | << First < Previous Next > Last >> |
- πολύγωνος -η -ο [políγonos] Ε5 : που έχει πολλές γωνίες, πολυγωνικός2.
[λόγ. < αρχ. πολύγωνος]
- πολυδαίδαλος -η -ο [poliδéδalos] Ε5 : 1. που έχει ιδιαίτερα πολύπλοκη κατασκευή, δαιδαλώδης, λαβυρινθώδης: Πολυδαίδαλο κτίριο / κτίσμα / οικοδόμημα. 2. (μτφ.) πολύπλοκος, σύνθετος, περιπλεγμένος: ~ συλλογισμός. Πολυδαίδαλη διαδικασία. Έμπλεξε στην πολυδαίδαλη γραφειοκρατία.
[λόγ. < αρχ. πολυδαίδαλος `πλούσια επεξεργασμένος΄ με αλλ. της σημ. κατά τον αρχ. Δαίδαλο, μυθικό δημιουργό του Λαβυρίνθου]
- πολυδακτυλία η [poliδaktilía] Ο25 : (ιατρ., βιολ.) ανωμαλία στη διάπλαση, που συνίσταται στην ύπαρξη περισσότερων από τον κανονικό αριθμό δακτύλων στα χέρια ή στα πόδια ανθρώπου ή ζώου.
[λόγ. < γαλλ. polydactylie < polydactyl(e) = πολυδάκτυλ(ος) -ie = -ία]
- πολυδάκτυλος -η -ο [poliδáktilos] Ε5 : (ιατρ., κυρ. ως ουσ.) ο πολυδάκτυλος, αυτός που παρουσιάζει πολυδακτυλία.
[λόγ. < γαλλ. polydactyle (στη νέα σημ.) < αρχ. πολυδάκτυλος `ζώο με διαχωρισμένα τα δάχτυλα των ποδιών΄]
- πολυδάπανος -η -ο [poliδápanos] Ε5 : που απαιτεί μεγάλα, πολλά έξοδα, υψηλές δαπάνες, πολυέξοδος2: Πολυδάπανο έργο / πρόγραμμα. Πολυδάπανη κατασκευή / μελέτη. ~ εξοπλισμός.
[λόγ. < αρχ. πολυδάπανος]
- πολυδιαβάζω [poliδjavázo] -ομαι Ρ2.1 : (σε αρνητικές προτάσεις) διαβάζω, μελετώ πολύ: Aύριο έχω εξετάσεις· δεν έχω όμως πολυδιαβάσει.
[πολυ-2 + διαβάζω]
- πολυδιαβασμένος -η -ο [poliδjavazménos] Ε3 : 1. που τον έχουν διαβάσει πολλοί: Πολυδιαβασμένο μυθιστόρημα / βιβλίο. 2. που έχει διαβάσει πολλά, μορφωμένος. || (ως ουσ.) ο πολυδιαβασμένος.
[πολυ-1α + διαβασμένος μππ. του διαβάζω]
- πολυδιάσπαση η [poliδiáspasi] Ο33 : η διάσπαση ενός ενιαίου συνόλου σε πολλά τμήματα: H ~ των δυνάμεων της αριστεράς οδήγησε στην αποδυνάμωσή της.
[λόγ. πολυ- + διάσπα(σις) -ση]
- πολυδιασπώ [poliδiaspó] -ώμαι Ρ (βλ. διασπώ) : για ένα σύνολο που διασπάται, που χωρίζεται σε πολλά τμήματα: Οι δυνάμεις της δεξιάς στη Γαλλία έχουν πολυδιασπαστεί. H αριστερά στη χώρα μας είναι πολυδιασπασμένη.
[λόγ. πολυ- + διασπώ]
- πολυδιάστατος -η -ο [poliδiástatos] Ε5 : που έχει πολλές διαστάσεις, όψεις, που εκτείνεται σε πολλά επίπεδα και καλύπτει πολλές πλευρές· πολύπλευρος2, πολυεπίπεδος. ANT μονοδιάστατος, μονόπλευρος: Πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Πρόβλημα σύνθετο και πολυδιάστατο.
πολυδιάστατα ΕΠIΡΡ. [λόγ. πολυ- + διάστα(σις) -τος]



