Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πολύ
220 items total [111 - 120]
πολυμάθεια η [polimáθia] Ο27 : η κατοχή πολλών γνώσεων· (πρβ. ευρυμάθεια): Είναι γνωστή η ~ και το βάθος των γνώσεών του.

[λόγ. < αρχ. πολυμάθεια]

πολυμαθής -ής -ές [polimaθís] Ε10 : που απέκτησε και κατέχει πολλές γνώσεις· (πρβ. ευρυμαθής): Όποιος είναι φιλομαθής, είναι και ~.

[λόγ. < αρχ. πολυμαθής]

πολυμελής -ής -ές [polimelís] Ε10 : που αποτελείται, που συνίσταται από πολλά μέλη1. ANT ολιγομελής: ~ οικογένεια / αντιπροσωπεία / επιτροπή / ομάδα. Πολυμελές δικαστήριο. ~ θίασος. || (ως ουσ.) το πολυμελές, για δικαστήριο.

[λόγ. < αρχ. πολυμελής]

πολυμέρεια η [poliméria] Ο27 : η ιδιότητα του πολυμερούς2 και ειδικότερα η ενασχόληση με πολλά θέματα και η επίδοση σε πολλούς τομείς της γνώσης. ANT μονομέρεια: Εντυπωσιάζει η ~ και η ποιότητα της κατάρτισής του.

[λόγ. < ελνστ. πολυμέρεια]

πολυμερής -ής -ές [polimerís] Ε10 : 1. που αποτελείται, που συντίθεται από πολλά μέρη ή που αναφέρεται σε πολλούς τομείς. ANT μονομερής: Πολυμερείς συνομιλίες / διαπραγματεύσεις. ~ οικονομική ανάπτυξη. 2. που ασχολείται με πολλά πράγματα, με πολλούς τομείς ή αντικείμενα της γνώσης. ANT μονομερής: ~ επιστήμονας / διανοητής. 3. (χημ.) α. που έχει προκύψει από πολυμερισμό. β. που σχηματίζεται από το συνδυασμό πολλών ίδιων ή παρόμοιων μορίων: Πολυμερείς ενώσεις. || (ως ουσ.) τα πολυμερή, ονομασία κατηγορίας χημικών ενώσεων που αποτελούνται από μεγάλα μόρια και που προκύπτουν από πολλά ίδια ή παρόμοια (μικρότε ρα) μόρια, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. πολυμερής· 3: γαλλ. polymère (στη νέα σημ.) < αρχ. πολυμερής]

πολυμερίζω [polimerízo] -ομαι Ρ2.1 : (χημ.) εκτελώ, προκαλώ τη διαδικα σία του πολυμερισμού, παράγω κτ. με πολυμερισμό: Πλαστικά αντικείμε να, φτιαγμένα από υλικό που (δεν) πολυμερίζεται.

[λόγ. πολυμερ(ής)3 -ίζω]

πολυμερισμός ο [polimerizmós] Ο17 : (χημ.) η διαδικασία της ένωσης αριθμού όμοιων ή ομοιόμορφων μικρών μορίων (μονομερών) για το σχηματισμό μεγαλύτερων (πολυμερών), η μετατροπή μιας χημικής ένωσης σε άλλη με την ίδια σύσταση αλλά με διπλάσιο ή πολλαπλάσιο μοριακό βάρος: Mε τη θερμότητα και την πίεση επιτυγχάνεται ο ~ στην πετροχημεία.

[λόγ. πολυμερ(ίζω) -ισμός μτφρδ. γαλλ. polymérisation < polymère (δες στο πολυμερής3)]

πολυμέσα τα [polimésa] Ο39 : συνδυασμός διάφορων μέσων επικοινωνίας όπως κομπιούτερ, βίντεο κτλ.

[λόγ. πολυ- + μέσα, πληθ. του μέσο μτφρδ. αγγλ. multimedia (για την παραγωγή δες πολυ-3)]

πολύμετρο το [polímetro] Ο41 : (ηλεκτρολ.) όργανο ευρείας χρήσης για διάφορες ηλεκτρικές μετρήσεις (τάσης, έντασης, αντίστασης κτλ.).

[λόγ. < αγγλ. polymeter < poly- = πολυ- + -meter < αρχ. μέτρον (διαφ. το αρχ. πολύμετρος `άφθονος΄)]

πολυμέτωπος -η -ο [polimétopos] Ε5 : που έχει ή που γίνεται, που διεξά γεται σε πολλά μέτωπα2: ~ αγώνας. Πολυμέτωπη επίθεση / σύγκρου ση.

[λόγ. πολυ- + μέτωπ(ον) -ος]

< Previous   1... 10 11 [12] 13 14 ...22   Next >
Go to page:Go