Dictionary of Standard Modern Greek
| 7 items total [1 - 7] | << First < Previous Next > Last >> |
- ποδοσφαιράκι το [poδosferáki] Ο44α : 1. παιχνίδι, το οποίο αναπαριστά ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο και παίζεται (σε σφαιριστήρια ή στο σπίτι) από δύο (ή τέσσερα) πρόσωπα, τα οποία χειρίζονται με τα χέρια ομοιώματα ποδοσφαιριστών προσαρμοσμένα σε μεταλλικές βέργες προσπαθώντας με κατάλληλες κινήσεις να προωθήσουν ένα μπαλάκι στην εστία του αντιπάλου: Συχνάζει στο σφαιριστήριο και παίζει ~ και μπιλιάρδο. 2. (πληθ., παρωχ.) το σφαιριστήριο.
[ποδόσφαιρ(ο) -άκι]
- ποδοσφαιρικός -ή -ό [poδosferikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο ποδόσφαιρο: ~ αγώνας / όμιλος. Ποδοσφαιρική ομάδα / συνάντηση / ομοσπονδία. Ποδοσφαιρικό θέαμα / σωματείο. H νίκη της εθνικής μας ομάδας ήταν ένας ~ άθλος.
ποδοσφαιρικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. ποδόσφαι ρ(ον) -ικός]
- ποδοσφαιριστής ο [poδosferistís] Ο7 θηλ. ποδοσφαιρίστρια [poδosfe rístria] Ο27 : αθλητής που ασχολείται με το ποδόσφαιρο επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά· παίκτης του ποδοσφαίρου: Επαγγελματίας / ερασιτέχνης / επιθετικός / αμυντικός / διεθνής ~. Οι είκοσι δύο ποδοσφαιριστές των δύο ομάδων παρατάχθηκαν στη μέση του γηπέδου. Σωματείο ποδοσφαιριστών. Δισεκατομμύρια δίνονται για τις μεταγραφές των ποδοσφαιριστών. Όλοι οι ποδοσφαιριστές της ομάδας βρίσκονται σε φόρμα.
[λόγ. ποδόσφαιρ(ον) -ιστής· λόγ. ποδοσφαιρισ(τής) -τρια]
- ποδοσφαιριστικός -ή -ό [poδosferistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε ποδοσφαιριστές.
[λόγ. ποδοσφαιριστ(ής) -ικός]
- ποδόσφαιρο το [poδósfero] Ο42 : ομαδικό άθλημα, που διεξάγεται σε ειδικό χώρο (γήπεδο), μεταξύ δύο ομάδων που η καθεμιά διαθέτει έντεκα παίκτες, οι οποίοι, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες και με την επίβλεψη διαιτητή, προσπαθούν να προωθήσουν (κυρ. με τα πόδια) μια μπάλα στην αντίπαλη εστία και να επιτύχουν τέρμα (γκολ): Γήπεδο / παίκτης / προπονητής / διαιτητής / ομάδα / ομοσπονδία ποδοσφαίρου. Aγώνας / παιχνίδι ποδοσφαίρου, ματς. Προγνωστικά ποδοσφαίρου, προπό. Επαγγελματικό / ερασιτεχνικό / ευρωπαϊκό / αμερικάνικο ~. H εθνική μας ομάδα τίμησε το ελληνικό ~ διεθνώς. || (αρνητικά): H πολιτική κατάντη σε ~. || ποδοσφαιρικός αγώνας, παιχνίδι: Οι δύο ομάδες έπαιξαν καλό / κακό / μέτριο ~. Bλέπει ~ στην τηλεόραση.
[λόγ. ποδο- + σφαίρ(α) -ον μτφρδ. αγγλ. football]
- ποδοσφαιροποίηση η [poδosferopíisi] Ο33 : (μειωτ.) η υποβάθμιση μιας διαδικασίας με την υιοθέτηση τρόπων και μεθόδων όμοιων με αυτές που επικρατούν στο ποδόσφαιρο: ~ της πολιτικής.
[λόγ. ποδόσφαιρ(ον) -ο- + -ποίηση]
- ποδοσφαιρόφιλος -η -ο [poδosferófilos] Ε5 : (κυρ. ως ουσ.) ο ποδοσφαιρόφιλος, αυτός που του αρέσει το ποδόσφαιρο και παρακολουθεί συχνά τους αγώνες, ο φίλαθλος του ποδοσφαίρου: Οι αγώνες της Kυριακής πρόσφεραν πλούσιο θέαμα στους ποδοσφαιρόφιλους.
[λόγ. ποδόσφαιρ(ον) -ο- + -φιλος]



