Dictionary of Standard Modern Greek
| 6 items total [1 - 6] | << First < Previous Next > Last >> |
- πλαγιά η [plajá] Ο24 : η κατηφορική ή ανηφορική πλευρά ενός φυσικού υψώματος (βουνού ή λόφου): Οι πλαγιές του βουνού ήταν δασωμένες / γυμνές / καταπράσινες / απότομες. H πόλη ήταν χτισμένη στην ~ του λόφου.
[μσν. πλαγία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ., ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. πλάγιος (ελνστ. σημ.: `επικλινής΄)]
- πλαγιάζω [plajázo] Ρ2.1α μππ. πλαγιασμένος : (οικ.) 1. γέρνω ή κάνω κτ. να γείρει, να πάρει πλάγια θέση: Tα δέντρα ήταν πλαγιασμένα από το δυνατό αέρα. ~ τη μοτοσικλέτα στις στροφές, της δίνω (μεγάλη) κλίση. 2. ξαπλώνω, πέφτω στο κρεβάτι κυρίως για να κοιμηθώ: Nύσταξε και πήγε να πλαγιάσει. Είναι άρρωστος και πλαγιάζει. || ~ με κπ. ή με κάποια, κάνω έρωτα: Πλάγιαζε με τον ένα και με τον άλλο.
[ελνστ. πλαγιάζω `γυρίζω στο πλάι΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
- πλάγιασμα το [plájazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πλαγιάζω.
[πλαγιασ- (πλαγιάζω) -μα]
- πλαγιαστός -ή -ό [plajastós] Ε1 : που βρίσκεται σε πλάγια (ή και οριζόντια) θέση, στάση· κεκλιμένος. ANT όρθιος: Tο βιβλίο δε χωράει όρθιο, βάλ΄ το καλύτερα πλαγιαστό.
πλαγιαστά ΕΠIΡΡ. [πλαγιασ- (πλαγιά ζω) -τός]
- πλαγίαυλος ο [plajíavlos] Ο20α : το φλάουτο.
[λόγ. < ελνστ. πλαγίαυλος]
- πλάγιος -α -ο [plájios] Ε6 : I1. που έχει μια κλίση σε σχέση με τον κατακόρυφο (κάθετο) άξονα ή που σχηματίζει (οξεία) γωνία σε σχέση με μια (πραγματική ή νοητή) ευθεία: Πλάγια γραμμή. ~ δρόμος. Σε πλάγια θέση / στάση, ούτε οριζόντια ούτε κάθετη (κατακόρυφη). ~ άνεμος, που πνέει στα πλευρά του πλοίου. || Πλάγιο βλέμμα, με την άκρη του ματιού· και ως ένδειξη καχυποψίας, θυμού, εχθρότητας. || (γεωμ.) Πλάγια ευθεία, που δεν είναι ούτε οριζόντια ούτε κάθετη σε σχέση προς δοθείσα ευθεία ή επίπεδο. || (γυμν.) Πλάγια βήματα (δεξιά, αριστερά), σε δεξιά ή αριστε ρή κατεύθυνση σε σχέση με τη στάση του σώματος. || (τυπ.) Πλάγια στοιχεία / γράμματα, που έχουν κλίση προς τα δεξιά. ANT όρθια. || (μουσ.) ~ ήχος, (πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος), διαίρεση των (οκτώ) ήχων της βυζαντινής μουσικής. ΦΡ σε ήχο* πλάγιο. || (γραμμ.) Πλάγιες πτώσεις, η γενική, η δοτική και η αιτιατική σε αντιδιαστολή προς την ονομαστική και την κλητική. ANT ορθές. || (συντ.) που δεν εκφέρεται άμεσα, εξαρτημένος: ~ λόγος. Πλάγια ερώτηση. ANT ευθύς. || (ως ουσ.) τα πλάγια, οι πλευρές, τα πλαϊνά: Tο αυτοκίνητο χτύπησε στα πλάγια. Ο αέρας φυσούσε από τα πλάγια. 2. που βρίσκεται δίπλα, στο πλάι. II. (μτφ.) που δεν είναι ευθύς, άμεσος. α. έμμεσος, υπαινικτικός: Tου μίλησα με πλάγιο τρόπο, για να μην τον προσβάλω. β. που γίνεται παρά το νόμο, τον τύπο, χωρίς ευθύτητα, ήθος: Mεταχειρίστηκε πλάγια μέσα, για να προσληφθεί στην τράπεζα. ΦΡ διά της πλαγίας οδού*. γ. Πλάγιοι συγγενείς, ~ απόγονος, εξ αγχιστείας.
πλάγια & πλαγίως ΕΠIΡΡ: Tο πλοίο έγειρε λίγο ~ και φοβηθήκαμε. Tου το είπα ~ / πλαγίως γιατί ήξερα ότι θα στενοχωριόταν. [λόγ.: Ι: αρχ. πλάγιος· ΙΙ: σημδ.: α, β: γαλλ. oblique· γ: γαλλ. collatéraux· λόγ. < αρχ. πλαγίως]



