Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- πιεζοηλεκτρισμός ο [piezoilektrizmós] Ο17 : ο ηλεκτρισμός που παράγε ται από τη μηχανική πίεση των επιφανειών ορισμένων κρυστάλλων.
[λόγ. < διεθ. piezo- < αρχ. πιέζ(ω) -ο- + electricity = ηλεκτρισμός]



