Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: περιτόναιο
1 item total
περιτόναιο το [peritóneo] Ο40 : (ανατ.) υμένας, λεπτός και στιλπνός, που περιβάλλει το εσωτερικό τοίχωμα της κοιλιάς και τα περισσότερα κοιλιακά σπλάχνα.

[λόγ. < αρχ. περιτόναιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go