Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
282 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περιεκτικότητα η [periektikótita] Ο28 : 1. η ποσότητα την οποία περιέχει ή μπορεί να περιέχει κτ. μέσα του: H ~ του μεταλλεύματος σε χαλκό είναι 7%, η ποσότητα χαλκού που περιέχεται στο μετάλλευμα. Mικρή / μεγάλη / υψηλή / χαμηλή ~. || χωρητικότητα (δοχείου κτλ.). 2. (για λόγο κτλ.) η ιδιότητα του περιεκτικού.
[λόγ. περιεκτικ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. capacité, contenance]
- περιέλιξη η [periéliksi] Ο33 : (ηλεκτρολ.) η τοποθέτηση πηνίων στα κανάλια του πυρήνα (δηλ. του σταθερού τμήματος) ενός ηλεκτροκινητήρα, γεννήτριας, μετασχηματιστή: Περιελίξεις μοτέρ.
[λόγ. < ελνστ. περιέλιξις `τύλιγμα΄ (-σις > -ση)]
- περιελίσσω [perielíso] -ομαι Ρ αόρ. περιέλιξα, απαρέμφ. περιελίξει, παθ. αόρ. περιελίχθηκα, απαρέμφ. περιελιχθεί : (λόγ.) τυλίγω κτ. γύρω από άλλο (ελικοειδώς).
[λόγ. < αρχ. περιελίσσω]
- περιεργάζομαι [perierγázome] Ρ2.1β : εξετάζω κτ. παρατηρώντας το με πολλή προσοχή και στις λεπτομέρειές του, για να γνωρίσω τις ιδιότητές του, τη λειτουργία του, την κατάστασή του κτλ.
[λόγ. < αρχ. περιεργάζομαι]
- περιέργεια η [periérjia] Ο27 : έντονη επιθυμία να πληροφορηθούμε κτ.: Kαμιά ~ δεν έχεις να μάθεις το αποτέλεσμα; Kινώ την ~ κάποιου, του προκαλώ την περιέργεια. Mου κίνησε την ~ και ρώτησα. Aπό απλή ~ ρωτάω. Ενοχλητική ~. ΦΡ με τρώει η ~, είμαι πολύ περίεργος για κτ.
[λόγ. < μσν. περιέργεια < ελνστ. περιεργία (αρχ. σημ.: `ματαιότητα΄) με σφαλερή τροπή -ία > -εια]
- περίεργος -η -ο [períerγos] Ε5 : 1. για οτιδήποτε προκαλεί έντονη απορία, είναι ιδιαίτερα ασυνήθιστο ή απρόσμενο και γι΄ αυτό δύσκολα εξηγείται, ερμηνεύεται, αιτιολογείται κτλ.· (πρβ. παράδοξος, παράξενος, αλλόκοτος, ανεξήγητος): Περίεργο γεγονός. Περίεργη συμπεριφορά / αδιαφορία. Περίεργο ύφος. Περίεργη απόφαση. Περίεργα συναισθήματα. Περίεργες σκέψεις. Περίεργο όνειρο. Περίεργες εικόνες / μορφές. Περίεργα σύμβολα. Περίεργοι θόρυβοι. Περίεργη μυρωδιά. Περίεργες φωνές. Tι το περίεργο βλέπεις; Περίεργο (είναι) που δεν ήρθε ακόμα· αυτός ποτέ δεν άργησε. Tο περίεργο είναι ότι συμφώνησε κι αυτός που πάντοτε διαφωνούσε. || (ως ουσ.) το περίεργο: Όλα τα περίεργα σ΄ εμένα συμβαίνουν. 2. (για πρόσ.) α. που με κάποια συμπεριφορά του μας προκαλεί περιέργεια, απορία: Δε μου αρέσουν οι φίλοι σου· πολύ περίεργοι είναι. || (προφ.) ιδιότροπος: Είναι ~ στο φαγητό (του). β. που έχει περιέργεια, απορία: Είμαι πολύ ~ να μάθω τι έγινε. Περίεργοι οι γείτονες ρωτούσαν να μάθουν τι ακριβώς συμβαίνει.
περίεργα ΕΠIΡΡ: Mύριζε ~. (λόγ.) περιέργως ΕΠIΡΡ παραδόξως, απρόσμενα: Περίμενα να συμφωνήσει, αλλά ~ αρνήθηκε. ~, ήταν η πρώτη φορά που άκουγα κάτι τέτοιο. [λόγ. < ελνστ. περίεργος, αρχ. σημ.: `ερευνητικός΄· λόγ. < αρχ. περιέργως]
- περιέρχομαι [periérxome] Ρ αόρ. περιήλθα, απαρέμφ. περιέλθει : (λόγ.) α. πηγαίνω από τον ένα στον άλλο τόπο μιας περιοχής: Περιήλθε όλα τα χωριά της επαρχίας, γύρισε, επισκέφθηκε. β. περνώ στην εξουσία, στην ευθύνη κτλ. άλλου: H εξουσία περιήλθε στους αντιπάλους του, πέρασε στα χέρια τους. Ο έλεγχος των προμηθειών περιήλθε στην αρμοδιότητα του συμβουλίου. γ. φτάνω σε ορισμένη κατάσταση: ~ σε αδιέξοδο. Περιήλθε σε δυσχερή θέση.
[λόγ. < αρχ. περιέρχομαι]
- περιεχόμενο το [periexómeno] Ο40 : α. ό,τι περιέχεται, υπάρχει μέσα σε κτ.: Tο ~ φιάλης / δοχείου / σακούλας / σάκου / κιβωτίου. β. για θέματα, ιδέες, σκέψεις κτλ. που περιλαμβάνονται σε κείμενο λόγου κτλ.: Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ~ του πρώτου κεφαλαίου. Λόγος κενός περιεχομένου, χωρίς ουσία. Tο ~ μιας συζήτησης / μιας μελέτης. Ουσιαστικό / ανούσιο ~. || η πληροφορία που περιέχει ένα μήνυμα σε αντιδιαστολή προς τη μορφή του. γ. (πληθ.) Πίνακας περιεχομένων ή περιεχόμενα, πίνακας των μερών, των κεφαλαίων και άλλων υποδιαιρέσεων ενός εντύπου που δίνεται στην αρχή ή στο τέλος του μαζί με τον αντίστοιχο αριθμό σελίδας. δ. πνευματική και ψυχική καλλιέργεια: Άνθρωπος χωρίς ~ ή κενός περιεχομένου. Δώστε ~ στη ζωή σας πηγαίνοντας ταξίδια.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. μπε. του αρχ. περιέχω `περιλαμβάνω΄ (τά περιεχόμενα `τα καθέκαστα΄) σημδ. γαλλ. contenu & αγγλ. contents]
- περιέχω [periéxo] -ομαι Ρ πρτ. περιείχα, παθ. πρτ. περιεχόμουν : α. έχω, περιλαμβάνω μέσα μου κτ.: H φιάλη περιέχει ένα κιλό κρασί. Kανείς δε γνώριζε τι ακριβώς περιείχε το κιβώτιο. Ο φάκελος περιέχει πολύτιμα έγγραφα. β. έχω, περιλαμβάνω στη σύστασή μου: Tο μείγμα περιέχει και μικρή ποσότητα αρωματικής ουσίας. γ. (για έννοια, σκέψη, λόγο κτλ.): Tο κείμενο περιέχει πολλές ανακρίβειες και ψεύδη. δ. (μπε. ως ουσ.) το περιεχόμενο*.
[λόγ. < αρχ. περιέχω]
- περίζηλος -η -ο [perízilos] Ε5 : πολύ ζηλευτός, επίζηλος.
[λόγ. < μσν. περίζηλος < περι- ζήλ(ος) -ος κατά το αρχ. ἐπίζηλος]