Dictionary of Standard Modern Greek
| 282 items total [41 - 50] | << First < Previous Next > Last >> |
- περιδεής -ής -ές [periδeís] Ε10 : (λόγ.) πολύ φοβισμένος, έντρομος.
περιδεώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. περιδεής, περιδεῶς]
- περιδένω [periδéno] -ομαι Ρ αόρ. περιέδεσα, απαρέμφ. περιδέσει, παθ. αόρ. περιδέθηκα, απαρέμφ. περιδεθεί, μππ. περιδεμένος : δένω κπ. ή κτ. γύρω γύρω.
[λόγ. < αρχ. περιδέω μεταπλ. κατά το δέω > δένω]
- περιδέραιο το [periδéreo] Ο41 : κόσμημα που φοριέται γύρω από το λαιμό· κολιέ: ~ από μαργαριτάρια. Πολύτιμο ~. Xρυσό ~. ~ από κοχύλια περασμένα σε κλωστή.
[λόγ. < αρχ. περιδέραιον]
- περιδιαβάζω [periδjavázo] Ρ2.1α : 1. περπατώ εδώ κι εκεί άσκοπα, χωρίς ορισμένη κατεύθυνση και στόχο, απλώς για τέρψη, ευχαρίστησή μου· σεριανίζω: Οι επισκέπτες που περιδιαβάζουν στους έρημους δρόμους εύκολα μελαγχολούν. 2. (μτφ., συνήθ. στη μεε.) κάνω γενική θεώρηση, χωρίς να επιδιώκω πληρότητα ή συστηματική παρουσίαση ή διερεύνηση: Πέρασα το καλοκαίρι περιδιαβάζοντας αρχαίους ποιητές.
[μσν. παραδιαβάζω με παρετυμ. παρα- > περι- (σύγκρ. παρακαλώ > περικαλώ) < παρα- διαβάζω στη σημ.: `περνώ απέναντι, περνώ΄]
- περιδιάβαση η [periδjávasi] Ο33 : 1. περίπατος, περιπλάνηση εδώ κι εκεί· σεργιάνι. 2. (μτφ.) θεώρηση γενική, που δεν επιδιώκει πληρότητα ή συστηματική παρουσίαση ή διερεύνηση: Mια σύντομη ~ στη μεταπολεμική ποίηση.
[περιδιαβα- (περιδιαβάζω) -ση]
- περιδίνηση η [periδínisi] Ο33 : κυκλική περιστροφή, στροβιλισμός: ~ νερού / αέρα.
[λόγ. < ελνστ. περιδίνη(σις) -ση]
- περιδρομιάζω [periδromnázo] Ρ2.1α : (προφ., περιγελαστικά ή και κάπως επιτιμητικά) τρώω μεγάλη ποσότητα φαγητού: Φάε, αλλά μην περιδρομιάσεις πάλι· ΣYN ΦΡ τρώω τον περίδρομο. || (περιπαικτική πρόσκληση για φαγητό): Άντε, περιδρομιάστε.
[περίδρομ(ος) -ιάζω]
- περιδρόμιασμα το [periδrómnazma] Ο49 : (προφ., χλευαστικά ή και κάπως επιτιμητικά) το να περιδρομιάζει κάποιος.
[περιδρομιασ- (περιδρομιάζω) -μα]
- περίδρομος ο [períδromos] Ο20 : 1. (λαϊκότρ.) πόνος στα έντερα ή στο στομάχι. 2. συνήθ. στη ΦΡ τρώω / κατεβάζω τον περίδρομο, τρώω υπερβολικά μεγάλη ποσότητα φαγητού· ΣYN ΦΡ τρώω του σκασμού· τρώω τον αγλέουρα. ΠAΡ Φάτε μάτια ψάρια* και κοιλιά περίδρομο.
[< φρ. περίδρομος δαίμων `δαίμονας που περιφέρεται΄ και που είναι αίτιος της λαιμαργίας, ή αρχ. περίδρομος `σκοινί που δένει το πάνω μέρος του διχτυού΄ με την έννοια πως κάποιος έφαγε όλο το περιεχόμενο ακόμη και το σκοινί του διχτυού]
- περιεκτικός -ή -ό [periektikós] Ε1 : α. που περιέχει κτ. σε μεγάλη ποσότητα: Tροφές περιεκτικές σε βιταμίνες. β. (για λόγο, κείμενο κτλ.) που περιέχει πολλά νοήματα σε λίγες λέξεις: Περιεκτικό κείμενο. ~ ορισμός / όρος. Περιεκτική διατύπωση / περιγραφή.
περιεκτικά ΕΠIΡΡ στη σημ. β: Περιγράφει σύντομα και ~. [λόγ. < ελνστ. περιεκτικός]



