Dictionary of Standard Modern Greek
| 282 items total [271 - 280] | << First < Previous Next > Last >> |
- περιφρονητής ο [perifronitís] Ο7 : αυτός που περιφρονεί κπ. ή κτ.: Οι περιφρονητές του λαού / του πλήθους. Yπερόπτες και περιφρονητές. ~ της παράδοσης.
[λόγ. < μσν. περιφρονητής < περιφρονη- (περιφρονώ) -τής]
- περιφρονητικός -ή -ό [perifronitikós] Ε1 : (για συμπεριφορά, τρόπο κτλ.) που δείχνει περιφρόνηση προς κπ. ή προς κτ.: Περιφρονητική απάντηση. Περιφρονητικά λόγια. Yπεροπτική και περιφρονητική συμπεριφορά. Xλευαστικό και περιφρονητικό βλέμμα. Περιφρονητικό ύφος.
περιφρονητικά & (λόγ.) περιφρονητικώς ΕΠIΡΡ: Tου μίλησε πολύ ~. [λόγ. < ελνστ. περιφρονητικός· λόγ. περιφρονητικ(ός) -ώς]
- περιφρονώ [perifronó] -ούμαι Ρ10.9 : θεωρώ ότι δεν αξίζει να έχω και να δείχνω εκτίμηση ή σεβασμό σε κπ. ή σε κτ.: ~ ένα πρόσωπο, θεωρώ ότι είναι γενικά κατώτερό μου και δείχνω πλήρη αδιαφορία ή παντελή έλλει ψη εκτίμησης ή σεβασμού: Ό,τι κι αν σου πει, μην απαντάς· περιφρόνησέ τον. ~ το χρήμα / τα πλούτη / τα αξιώματα, θεωρώ ότι δεν έχουν αξία, ότι δεν αξίζει να ενδιαφέρομαι γι΄ αυτά. || ~ κτ. κακό που με απειλεί κτλ., το αντιμετωπίζω με απόλυτη αδιαφορία, το αψηφώ: Περιφρονούν τον κίνδυνο. Περιφρονούν το θάνατο.
[λόγ. < αρχ. περιφρονῶ]
- περιφρούρηση η [perifrúrisi] Ο33 : η ενέργεια του περιφρουρώ· επιτήρηση και φροντίδα για την προφύλαξη, την προστασία από απειλή ή εχθρό: H ~ της ομαλότητας / της τάξης / της νομιμότητας. H ~ της δημοκρατίας / του πολιτεύματος / των δικαιωμάτων μας. H ~ μιας διαδήλωσης / μιας απεργίας. Οι απεργοί συγκρότησαν ομάδες περιφρούρησης.
[λόγ. περιφρουρη- (περιφρουρώ) -σις > -ση]
- περιφρουρώ [perifruró] -ούμαι Ρ10.9 : επιτηρώ και είμαι σε ετοιμότητα για να προστατέψω κτ. (κατάσταση, ενέργεια, προσπάθεια κτλ.) από οποια δήποτε εχθρική ενέργεια, απειλή: Tα κόμματα οφείλουν να περιφρουρούν τη δημοκρατική ομαλότητα / τους δημοκρατικούς θεσμούς / τη νομιμότητα. Οι εργαζόμενοι είναι αποφασιμένοι να περιφρουρήσουν με κάθε μέσο τα κεκτημένα δικαιώματά τους.
[λόγ. < αρχ. περιφρουρῶ]
- περιχαρακώνω [perixarakóno] -ομαι Ρ1 : 1. περιβάλλω ή οχυρώνω με χαράκωμα. 2. (παθ., μτφ.) κλείνομαι, απομονώνομαι: Περιχαρακώθηκε στον εαυτό του.
[λόγ. < αρχ. περιχαρακ(ῶ) -ώνω]
- περιχαράκωση η [perixarákosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του περιχαρακώνω.
[λόγ. περιχαρακω- (δες περιχαρακώνω) -σις > -ση]
- περιχαρής -ής -ές [perixarís] Ε10 : γεμάτος χαρά· όλος χαρά· καταχαρούμενος.
[λόγ. < αρχ. περιχαρής]
- περιχύνω [perixíno] -ομαι Ρ αόρ. περιέχυσα, απαρέμφ. περιχύσει, παθ. αόρ. περιχύθηκα, απαρέμφ. περιχυθεί, μππ. περιχυμένος : χύνω υγρό σε όλη την επιφάνεια πράγματος, το βρέχω καλά: Περιχύνουμε το γλυκό με το σιρόπι. Περιχύνουμε το ψητό με σάλτσα.
[μσν. περιχύνω < αρχ. περιχέω μεταπλ. κατά το χέω > χύνω]
- περίχωρα τα [períxora] Ο40 : περιοχή που εκτείνεται γύρω από ορισμένο τόπο και συνηθέστερα η ύπαιθρος γύρω από πόλη: Στα ~ της πόλης.
[λόγ. < ελνστ. τά περίχωρα]



