Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παρ
714 items total [711 - 714]
πάρωρος -η -ο [pároros] Ε5 : (λογοτ., λαϊκότρ.) που γίνεται, που συμβαίνει όχι κατά την κανονική ώρα αλλά πριν ή ύστερα από αυτήν. πάρωρα ΕΠIΡΡ: Ξύπνησε / ήλθε κάποιος ~.

[ελνστ. πάρωρος]

παρωτίδα η [parotíδa] Ο26 : (ανατ.) μεγάλος σιελογόνος αδένας που βρίσκεται κοντά στον έξω ακουστικό πόρο.

[λόγ. < γαλλ. parotide (στη νέα σημ.) < ελνστ. παρωτίς, αιτ. -ίδα `όγκος της παρωτίδας, λοβός του αυτιού΄]

παρωτίτιδα η [parotítiδa] Ο28 : (ιατρ.) λοιμώδες νόσημα που εκδηλώνεται κυρίως ως φλεγμονή των σιελογόνων αδένων, ιδίως της παρωτίδας: Επιδημική ~. Aίτια / συμπτώματα / θεραπεία της παρωτίτιδας. Tο εμβόλιο (κατά) της παρωτίτιδας.

[λόγ. < γαλλ. parotitide < parot(ide) = παρωτ(ίδα) -itide = -ίτιδα]

παρωχημένος -η -ο [paroximénos] Ε3 : που ανήκει στο παρελθόν: Ο ιστορικός μελετά παρωχημένες εποχές. || (γραμμ.) Παρωχημένη λέξη / έκφραση. Παρωχημένη σημασία / χρήση μιας λέξης, που υπήρχε παλαιότερα. || (γραμμ.) ~ χρόνος, συντελεσμένος.

[λόγ. < αρχ. παρῳχημένος (γραμμ.: ελνστ. σημ.)]

< Previous   1... 68 69 70 71 [72]   Next >
Go to page:Go