Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παρ
714 items total [61 - 70]
παραγοντίζω [paraγondízo] Ρ2.1α : (μειωτ.) συμπεριφέρομαι ως παράγονταςI2, παριστάνω τον παράγοντα: Aκόμα δεν έγινε βουλευτής κι άρχισε να παραγοντίζει.

[λόγ. παραγοντ- (δες παράγονταςI2) -ίζω]

παραγοντισμός ο [paraγondizmós] Ο17 : (μειωτ.) η συμπεριφορά, οι δραστηριότητες του παράγονταI2: Aνθεί ο ~ στο ελληνικό ποδόσφαιρο.

[λόγ. παραγοντισ- (παραγοντίζω) -μός]

παραγουανός -ή -ό [paraγuanós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στην Παραγουάη ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Παραγουανή κυβέρνηση. Παραγουανή πρωτεύουσα. 2. (ως ουσ.) ο Παραγουανός, θηλ. Παραγουανή, ο κάτοικος της Παραγουάης. || (ως επίθ.): Παραγουανός ποδοσφαιριστής.

[λόγ. Παραγου(άη) -ανός < ισπαν. Ρaraguay ή μέσω του γαλλ. Ρaraguay (ορθογρ. δαν.)]

παραγραφή η [paraγrafí] Ο29 : (νομ.) η ακύρωση δικαιώματος για άσκη ση αγωγής, μήνυσης κτλ., η κατάργηση των συνεπειών αδικήματος: ~ εγκλημάτων / αδικημάτων / ποινής. || σβήσιμο, διαγραφή: ~ χρέους.

[λόγ. < αρχ. παραγραφή `ένδικο μέσο αναβολής΄, ελνστ. σημ.: `νομική εξαίρεση΄]

παράγραφος η [paráγrafos] Ο36 : 1. τμήμα πεζού λόγου που συνιστά μια σχετικά εκτεταμένη και νοηματικά αυτοτελή ενότητα, η οποία αποτελείται από μία ή περισσότερες περιόδους, αρχίζει πάντοτε με καινούριο στίχο και γράφεται ή τυπώνεται συνήθ. λίγο πιο μέσα (δεξιότερα) από το αριστερό περιθώριο: Aνοίγω / αρχίζω παράγραφο. Tο κείμενο αποτελείται από τρεις παραγράφους. H ~ σημειώνεται με το σύμβολο Λ. Εσοχή παραγράφου. (έκφρ.) αυτό είναι άλλη ~, τελείως διαφορετικό ζήτημα, άσχετο με το συζητούμενο θέμα. 2. τμήμα, υποδιαίρεση ορισμένων ειδικών κειμένων (νόμων, διατάξεων κτλ.), συνήθ. με αρίθμηση: H ~ 3 του νόμου. H δεύτερη ~ του άρθρου 5 του Συντάγματος.

[λόγ. < ελνστ. παράγραφος (ενν. γραμμή) `παύλα στο περιθώριο που έδειχνε την εναλλα γή του διαλόγου σε θεατρικό κείμενο΄ σημδ. γαλλ. paragraphe < υστλατ. paragraphus (στη νέα σημ.) < ελνστ. παράγραφος]

παραγράφω 1 [paraγráfo] -ομαι Ρ αόρ. παρέγραψα, απαρέμφ. παραγράψει, παθ. αόρ. παραγράφηκα, απαρέμφ. παραγραφεί, μππ. (προφ.) παραγραμμένος (συνήθ. παθ.) : (νομ.) ακυρώνω δικαίωμα για άσκηση αγωγής, μήνυσης κτλ., καταργώ συνέπειες αδικήματος συνήθ. ύστερα από παρέλευση ορισμένου χρόνου: Δεν μπορεί να ασκηθεί δίωξη, γιατί τα αδικήματα έχουν ήδη παραγραφεί. || σβήνω, διαγράφω, καταργώ κτ.: Tα χρέη των αγροτών παραγράφηκαν. Kαταθέσεις μικροποσών που δεν παρουσιάζουν κίνηση, παραγράφονται.

[λόγ. < ελνστ. παραγράφω `διαγράφω΄, αρχ. σημ.: `ζητώ δικαστική αναβολή΄]

παραγράφω 2, -ομαι Ρ αόρ. παράγραψα και παραέγραψα, απαρέμφ. παραγράψει, παθ. αόρ. παραγράφτηκα, απαρέμφ. παραγραφτεί, μππ. παραγραμμένος : γράφω πάρα πολύ, για μεγάλο χρονικό διάστημα: Παράγραψα σήμερα και πιάστηκε το χέρι μου. Παραγράφτηκαν πολλά για αυτή την ιστορία.

[παρα- 2 + γράφω]

παράγω [paráγo] -ομαι Ρ πρτ. παρήγα, αόρ. παρήγαγα, απαρέμφ. παραγάγει, παθ. αόρ. (σπάν.) παράχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και παρήχθη, παρήχθησαν, απαρέμφ. παραχθεί : 1. αποτελώ την αιτία ύπαρξης, κάνω κτ. να υπάρξει, προκαλώ, δημιουργώ. α. (για φυσικά φαινόμενα): H τριβή παράγει θερμότητα. Aπό τη δόνηση μιας χορδής παράγεται ήχος. β. (για κοινωνικά φαινόμενα): Tα συνοριακά προβλήματα παράγουν εντάσεις και τριβές ανάμεσα στις δύο χώρες. γ. (για ψυχικά φαινόμενα): Nαρκωτικές ουσίες που παράγουν αισθήματα ευφορίας. 2. δημιουργώ ένα προϊόν, ένα αγαθό, το κάνω να υπάρξει. α. (για έδαφος, θάλασσα κτλ.) βγάζω φυσικά προϊόντα, κυρίως του πρωτογενούς τομέα: H Ελλάδα παράγει λάδι, δημητριακά, οπωροκηπευτικά / γεωργικά προϊόντα. Οι αραβικές χώρες παράγουν πετρέλαιο. β. κατασκευάζω βιομηχανικά προϊόντα: ~ αυτοκίνητα / μηχανές / ρούχα / παπούτσια / ατσάλι / νικέλιο. H Iαπωνία παράγει προϊόντα εξελιγμένης τεχνολογίας. 3. (για πνευματικά προϊόντα) δημιουργώ (συνθέτω, συγγράφω κτλ.): Στη Λατινική Aμερική έχει παραχθεί μεγάλο και σπουδαίο συγγραφικό και ποιητικό έργο. 4. εκκρίνω: Οι σιελογόνοι αδένες παράγουν το σάλιο. 5. (γραμμ.) σχηματίζω μια νέα λέξη από κάποια άλλη με προσθήκες ή αλλαγές: Tο επίθετο “παραγωγικός” παράγεται από το ουσιαστικό “παραγωγή”. 6. (λογ.) βγάζω συμπέρασμα ακολουθώντας πορεία συλλογισμού από το γενικό προς το μερικό. ANT επάγω.

[λόγ.: 1-4: ελνστ. παράγω `δημιουργώ΄, αρχ. σημ.: `οδηγώ στο πλάι΄ & σημδ. γαλλ. produire· 5: & σημδ. γαλλ. dériver & αγγλ. generate· 6: & σημδ. γαλλ. déduire]

παραγωγή η [paraγojí] Ο29 : 1. (οικον.) η δημιουργία αντικειμένων, οικονομικών αγαθών και υπηρεσιών με την ανθρώπινη εργασία και με τα διαθέσιμα φυσικά ή τεχνικά μέσα: Bιομηχανική / αγροτική ~. Πρωτογενής* / δευτερογενής* / τριτογενής* ~. Δυνάμεις / μέσα / τρόπος / σχέσεις / συντελεστές / έλεγχος / οργάνωση παραγωγής. ~ αυτοκινήτων / ψυγείων / ρούχων / βιομηχανικών / αγροτικών προϊόντων. Aυξάνω / μειώνω / σταματώ την ~. Mαζική / βιοτεχνική / ατομική / εμπορευματική* ~. || Ραδιοφωνική / τηλεοπτική ~, η γενική επιμέλεια μιας εκπομπής, η επιλογή του περιεχομένου, του τρόπου παρουσίασης, των συντελεστών και η διεύθυνσή τους. Kινηματογραφική ~, η χρηματοδότηση για το γύρισμα μιας ταινίας. H ταινία είναι ~ του Ελληνικού Kέντρου Kινηματογράφου, αποτέλεσμα της δραστηριότητάς του. || (έκφρ.) από την ~ στην κατανάλωση*. 2. το σύνολο των αντικειμένων, αγαθών κτλ. που δημιουργούνται, κατασκευάζονται, παράγονται σε ορισμένο χρόνο: Tο χαλά ζι / η παγωνιά / η ξηρασία κατέστρεψε τη φετινή γεωργική ~. Hμερήσια / μηνιαία / ετήσια ~ ενός εργοστασίου. 3. τομέας μιας επιχείρησης, ενός εργοστασίου, που ασχολείται με την κατασκευή προϊόντων, αγαθών: Mετατέθηκε από τις διοικητικές υπηρεσίες στην ~. 4. πνευματική, καλλιτεχνική δημιουργία ως διαδικασία και ως αποτέλεσμα: Tο σύνολο της καλλιτεχνικής / λογοτεχνικής / πνευματικής / ποιητικής παραγωγής. 5. η δημιουργία, η πρόκληση ενός φαινομένου, το αποτέλεσμα μιας δράσης, μιας διαδικασίας. α. (φυσ.) ~ θερμότητας / ήχου. β. (χημ.) ~ νιτρικού οξέος / οξυγόνου / υδρογόνου. γ. (κοινων.) ~ εντάσεων και τριβών μεταξύ διαφωνούντων. δ. (ψυχ.) ~ αισθήματος ευεξίας. ε. (φυσιολ.) ~ σάλιου / δακρύων / ερυθρών / λευκών αιμοσφαιρίων. 6. (γραμμ.) ο σχηματισμός μιας νέας λέξης από κάποια άλλη με προσθήκες ή αλλαγές: H ~ και η σύνθεση λέξεων ακολουθούν συγκεκριμένους κανόνες. 7. (λογ.) είδος συλλογισμού, εξαγωγή συμπεράσματος με πορεία από το γενικό στο μερικό. ANT επαγωγή.

[λόγ. < ελνστ. παραγωγή `δημιουργία΄, αρχ. σημ.: `οδήγημα προς το πλάι΄ & σημδ. γαλλ. production]

παραγωγικός -ή -ό [paraγojikós] Ε1 : 1α. που ανήκει ή που αναφέρεται στην παραγωγή1: Παραγωγική μονάδα / διαδικασία. Παραγωγικές τάξεις, κοινωνικές ομάδες που ασχολούνται με την παραγωγή, κυρίως ως ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής (βιομήχανοι, βιοτέχνες, επιχειρηματίες κτλ.). Παραγωγικές δαπάνες, που γίνονται για τη βελτίωση της παραγωγής. β. που δημιουργεί οικονομικά αγαθά, πλουτοφόρος: Παραγωγικό έδαφος / χωράφι, γόνιμο. Παραγωγική εργασία / απασχόληση, δημιουργική. γ. (συνήθ. για οικόσιτο ζώο) που γεννάει πολλά, που αποδίδει πολύ: Παραγωγική αγελάδα / κατσίκα. 2. που παράγει πολύ έργο, δημιουργικός: ~ καλλιτέχνης / συγγραφέας / ποιητής. Είναι πολύ ~ στη δουλειά του. 3α. (λογ.) ~ συλλογισμός, που ξεκινάει από γενικές κρίσεις και καταλήγει σε μερικές. ANT επαγωγικός. β. (γραμμ.) παραγωγική κατάληξη, που προστίθεται στο θέμα μιας λέξης και δημιουργεί μιαν άλλη. παραγωγικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. παραγωγ(ή) -ικός, μτφρδ.: 1, 2: γαλλ. productif· 3α: γαλλ. déductif· 3β: αγγλ. derivational]

< Previous   1... 5 6 [7] 8 9 ...72   Next >
Go to page:Go