Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 714 εγγραφές [621 - 630] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρλαπίπας ο [parlapípas] Ο3 : ως χαρακτηρισμός ανθρώπου εξαιρετικά φλύαρου, ανόητου και κομπαστή· φαφλατάς.
[παρλαπίπ(α) -ας]
- παρλάρω [parláro] Ρ6α : (οικ.) φλυαρώ.
[αντδ. < ιταλ. parlar(e) `μιλώ΄ -ω < γαλλ. parler < μσνλατ. parabolare < υστλατ. parabola `παραβολή του Χριστού, ομιλία΄ < ελνστ. παραβολή]
- παρλάτα η [parláta] Ο25α : σε επιθεωρησιακής συνήθ. μορφής θεατρική παράσταση, μονόλογος του ηθοποιού, συχνά με τη συνοδεία μουσικής.
[ιταλ. parlata `φλύαρη ομιλία΄]
- παρλιακός -ή -ό [parlakós] Ε1 : (παρωχ., προφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου με κάποιο σωματικό ή πνευματικό ελάττωμα.
[ίσως < *παραλοϊκός < παρα- 1 λογικός με αποβ. του μεσοφ. [j] ]
- παρμεζάνα η [parmezána] Ο25α : είδος σκληρού ιταλικού τυριού από αγελαδινό γάλα.
[γαλλ. parmesan (αρσ.) μεταπλ. -α σε θηλ. ίσως κατά τη λ. φέτα < Ρarma (πόλη της Ιταλίας, μτφρδ. ιταλ. parmigiano)]
- παρμπρίζ το [parbríz] Ο (άκλ.) : το μεγάλο τζάμι στο μπροστινό μέρος ενός οχήματος, ενός ταχύπλοου σκάφους κτλ.: Ράγισε το ~ του αυτοκινήτου.
[γαλλ. pare-brise]
- παρνασσικός -ή -ό [parnasikós] & παρνασσιακός -ή -ό [parnasiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον παρνασσισμό: ~ ποιητής. Παρνασσική ποίηση / σχολή. Παρνασσιακό σονέτο.
[λόγ. παρνασ σ(ισμός) -ικός, -ιακός μτφρδ. γαλλ. parnassien]
- παρνασσισμός ο [parnasizmós] Ο17 : ποιητικό ρεύμα που εμφανίστηκε στη Γαλλία στα τέλη του 19ου αι. και έδινε ιδιαίτερη σημασία στην τελειό τητα της μορφής και στην αυστηρή τήρηση των στιχουργικών κανόνων: Οι επιδράσεις του παρνασσισμού στην ελληνική ποίηση.
[λόγ. Παρνασ σ(ός) -ισμός απόδ. école parnassienne, le Ρarnasse `σχολή παρνασσιακή΄ < αρχ. Παρνασσός (το βουνό όπου κατά τη μυθολογία σύχναζαν ο Aπόλλωνας και οι Μούσες)]
- παρνασσιστής ο [parnasistís] Ο7 : ποιητής που είχε υιοθετήσει τις αρχές του παρνασσισμού.
[λόγ. παρνασσ(ισμός) -ιστής απόδ. γαλλ. parnassien]
- παρντεσού το [pardesú] Ο (άκλ.) : (παρωχ.) είδος ελαφρού πανωφοριού.
[λόγ. < γαλλ. pardessus (ορθογρ. δαν.)]



