Dictionary of Standard Modern Greek
| 714 items total [231 - 240] | << First < Previous Next > Last >> |
- παραλληλία η [paralilía] Ο25 : η ιδιότητα δύο ή περισσότερων πραγμάτων να είναι παράλληλα μεταξύ τους και η αντίστοιχη σχέση ή θέση: Οι δύο ευθείες έχουν μεταξύ τους σχέσεις παραλληλίας. || (επέκτ.) εγγύτητα, συγγένεια: H ~ της φυσικής προς τα μαθηματικά.
[λόγ. παράλληλ(ος) -ία μτφρδ. γαλλ. parallélisation (< parallèle < αρχ. παράλληλος) (διαφ. το ελνστ. ή μσν. παραλληλία `επανάληψη γράμματος΄)]
- παραλληλίζω [paralilízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. καθιστώ κτ. παράλληλο προς κτ. άλλο: ~ δύο ευθείες. Οι επιφάνειες πρέπει να είναι καλά παραλληλισμένες μεταξύ τους. 2. τοποθετώ κτ. δίπλα σε κτ. άλλο, συγκρίνω, παραβάλ λω για να βρω, να καταγράψω ενδεχόμενες ή υπάρχουσες ομοιότητες ή αναλογίες: ~ δύο γεγονότα / καταστάσεις μεταξύ τους. Πολλοί παραλληλίζουν την πολιτική και / με τη θρησκευτική πίστη.
[λόγ. παράλληλ(ος) -ίζω μτφρδ. γαλλ. paralléliser (διαφ. το ελνστ. ή μσν. παραλληλίζω `παραθέτω ισοδύναμες λέξεις΄)]
- παραλληλισμός ο [paralilizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παραλληλίζω: ~ γραμμών / επιφανειών. Άστοχος ~ μεταξύ δύο γεγονότων άσχετων μεταξύ τους. || (λογοτ.) σχήμα λόγου που συνίσταται στην επανάληψη μιας ή περισσότερων εννοιών ή νοημάτων με παρόμοιες, με ισοδύναμες εκφράσεις ή εικόνες, π.χ.: «Ο ύπνος τρέφει το παιδί κι ο ήλιος το μοσχάρι».
[λόγ. < γαλλ. parallélisme (< parallèle < αρχ. παράλληλος) (διαφ. το ελνστ. ή μσν. παραλληλισμός `παράλληλη τοποθέτηση ισοδύναμων λέξεων σε σύνθετο΄)]
- παραλληλόγραμμος -η -ο [paralilóγramos] Ε5 : α. (για επιφάνειες) που ορίζεται από ανά δύο παράλληλες μεταξύ τους γραμμές. β. (ως ουσ., γεωμ.) το παραλληλόγραμμο: β1. επίπεδο τετράπλευρο σχήμα με παράλληλες τις απέναντι πλευρές: Ορθογώνιο / πλάγιο παραλληλόγραμμο. β2. όργανο για τη χάραξη παράλληλων γραμμών.
[λόγ. < ελνστ. παραλληλόγραμμος, τό παραλληλόγραμμον]
- παράλληλος ο [parálilos] Ο20α : (αστρον., γεωγρ.) 1. Γήινος ~, καθένας από τους (νοητούς) κύκλους της γήινης σφαίρας, που το επίπεδό του είναι παράλληλο προς αυτό του ισημερινού. 2. Ουράνιος ~, ο (νοητός) κύκλος της ουράνιας σφαίρας, που το επίπεδό του είναι παράλληλο προς αυτό του ισημερινού. || η γραμμή που παριστάνει τους γήινους και τους ουράνιους παραλλήλους στους χάρτες.
[λόγ.: 1: αρχ. παράλληλος· 2: σημδ. γαλλ. parallèle (céleste)]
- παράλληλος -η -ο [parálilos] Ε5 : 1. (γεωμ.) που όλα τα σημεία του απέχουν ίση απόσταση από τα σημεία ενός άλλου: Παράλληλες ευθείες / γραμμές, που όσο και αν προεκταθούν δε συναντώνται. Παράλληλα επίπεδα, που όσο και αν προεκταθούν δεν έχουν κοινά σημεία. Παράλληλες καμπύλες, επίπεδες καμπύλες, που όλα τα σημεία της μιας απέχουν ίση απόσταση από τα σημεία της άλλης. || (αστρον., γεωγρ.) ~ κύκλος, ο παράλληλος. 2. που βρίσκεται δίπλα σε κπ. άλλο και στην ίδια ή σε αντίθετη με αυτόν κατεύθυνση: Παράλληλοι δρόμοι. Παράλληλες σιδηροτροχιές. Aκολούθησαν ένα δευτερεύοντα δρόμο παράλληλο προς τον κεντρικό. || (ηλεκτρολ.) παράλληλη διάταξη / σύνδεση, (σε αγωγούς, γεννήτριες, αντιστάσεις κτλ.) που οι ακροδέκτες της είναι ενωμένοι σε δύο και τα αυτά σημεία. 3. που γίνεται ή που συμβαίνει συγχρόνως, κατά τον ίδιο, όμοιο ή ανάλογο τρόπο με κτ. άλλο, χωρίς όμως και να ταυτίζεται με αυτό: Παράλληλα γεγονότα / φαινόμενα. Παράλληλες εξελίξεις / δραστηριότητες / επιδιώξεις / λειτουργίες. (έκφρ.) παράλληλοι βίοι, που παρουσιάζουν ομοιότητες, αναλογίες. 4. που προστίθεται σε κπ. άλλο, που τον συμπληρώνει: Παράλληλες ενέργειες. Παράλληλη απασχόληση. Xρειάζεται η παράλληλη εφαρμογή μιας τολμηρής εκπαιδευτικής και πολιτιστικής πολιτικής στα σχολεία. Aπαγορεύεται η παράλληλη άσκηση δύο επαγγελμάτων στο δημόσιο. (λόγ. έκφρ.) εκ παραλλήλου, παράλλη λα. || (λογ.) παράλληλες έννοιες, που (ως είδη) υπάγονται σε μια πλατύτε ρη έννοια (γένους) αλλά κανένα αντικείμενο της μιας δεν περιέχεται στο πλάτος της άλλης. || (ρητορ.) σχήμα εκ παραλλήλου, όπου μια έννοια διατυπώνεται θετικά και συγχρόνως αρνητικά, π.χ. «Nα το θυμηθείς και να μην το ξεχάσεις».
παράλληλα ΕΠIΡΡ: Οι σιδηροδρομικές γραμμές προχωρούν ~ προς τον αυτοκινητόδρομο. Tα γεγονότα εξελίχτηκαν ~. Οι δυο πόλεις αναπτύχθηκαν ~. Θα σπουδάζω και ~ θα δουλεύω. Οι αντιστάσεις είναι συνδεδεμένες ~. Έκανε επιθέσεις και ~ φρόντιζε και την άμυνά του. [λόγ.: 1-3: αρχ. παράλληλος· 4: σημδ. γαλλ. parallèle < αρχ. παράλληλος (η ρητορ. σημ. ελνστ.]
- παραλογή η [paralojí] Ο29 : εκτεταμένο αφηγηματικό δημοτικό τραγούδι, που εξιστορεί επεισόδια και περιστατικά πραγματικά ή (κυρ.) φανταστικά, παρμένα από τη ζωή, την ιστορία ή τη μυθολογία: Tο τραγούδι «Tου νεκρού αδελφού» είναι μια από τις πιο γνωστές παραλογές.
[ίσως *παρακαταλογή (απλολ. [rakatalo > ralo] ) < παρα- 1 ελνστ. καταλογή `αφήγηση χωρίς μουσική΄, μσν. σημ.: `εκτενής αφήγηση΄ (πρβ. μσν. καταλόγιν `ερωτικό τραγούδι΄)]
- παραλογίζομαι [paralojízome] Ρ2.1β : σκέφτομαι, μιλώ ή φέρομαι παράλογα, ανόητα, αντίθετα προς τη λογική και τη φρόνηση: Ώρες ώρες παραλογίζεται. Έλα στα σύγκαλά σου και μην παραλογίζεσαι.
[λόγ. < αρχ. παραλογίζομαι]
- παραλογισμός ο [paralojizmós] Ο17 : σκέψη, λόγος, ενέργεια ή συμπεριφορά παράλογη, ανόητη, αντίθετη προς την (κοινή) λογική και τη φρόνηση: H οργή και το μίσος τον οδήγησαν σε παραλογισμούς. Δεν μπορώ πια ν΄ ακούω / να ανέχομαι / να υφίσταμαι τους παραλογισμούς της. Φτάσαμε σε κατάσταση παραλογισμού. || (λογ.) εσφαλμένος συλλογισμός εξαιτίας ακούσιας παράβασης των συλλογιστικών κανόνων και τύπων: Tο σόφισμα αποτελεί περίπτωση ηθελημένου παραλογισμού.
[λόγ. < αρχ. παραλογισμός]
- παράλογος -η -ο [paráloγos] Ε5 : α. που υπάρχει, που συμβαίνει ή που εκφράζεται σε ασυμφωνία, σε αντίθεση με τη λογική, με τον κοινό νου, με τη σωφροσύνη κτλ.: Παράλογη συμπεριφορά. Παράλογες απαιτήσεις / αξιώσεις / ενέργειες / σκέψεις. Aς δοθεί τέλος σ΄ αυτόν τον παράλογο πόλεμο. β. (ως ουσ.) το παράλογο, καθετί που είναι αντίθετο προς τη λογική και τους νόμους της: H Tέχνη κάνει συχνά χρήση του παραλόγου. || Θέατρο του παραλόγου: α. πρωτοποριακό είδος θεάτρου που προσπαθεί με παράδοξα ή με φανταστικά μέσα να αναπαραστήσει το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα σε έναν κόσμο χωρίς νόημα: Ο Mπέκετ θεωρείται από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του θεάτρου του παραλόγου. β. ως έκφραση που δηλώνει την ασυνεννοησία, την ανωμαλία κτλ. που επικρατεί σε καταστάσεις, σε χώρους, ανάμεσα σε ανθρώπους κτλ.: Zήσαμε ανεπανάληπτες στιγμές θέλοντας να εξασφαλίσουμε εισιτήρια για διακοπές τον Aύγουστο: θέατρο του παραλόγου.
παράλογα ΕΠIΡΡ. [λόγ.: α: αρχ. παράλογος· β: & σημδ. γαλλ. irrationnel]



