Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 714 εγγραφές [191 - 200] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρακολούθηση η [parakolúθisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παρακολουθώ. 1. συστηματική παρατήρηση των κινήσεων, των δραστηριοτήτων κάποιου που γίνεται κρυφά: H ~ των υπόπτων. 2. παρατήρηση με το βλέμμα ή (και) την ακοή ενός (οργανωμένου) θεάματος ή ακροάματος, κάποιων κινήσεων ή δραστηριοτήτων: ~ ενός αγώνα / μιας εκδήλωσης / μιας εκπομπής / της εκτόξευσης δορυφόρου. 3. συμμετοχή σε κάποιες (κυρ. πνευματικές) δραστηριότητες: ~ μαθημάτων χορού / κιθάρας / ραπτικής. ~ των εργασιών μιας επιτροπής / ενός συνεδρίου. || ~ του ομιλητή. ~ των σκέψεων κάποιου. 4. συστηματική παρατήρηση με σκοπό την ενημέρωση ή την πληροφόρηση σχετικά με την εξέλιξη ή τη μεταβολή μιας κατάστασης, διαδικασίας κτλ.: ~ του ημερήσιου τύπου / της ειδησεογραφίας / ενός σίριαλ / μιας υπόθεσης / ενός ασθενή.
[λόγ. < αρχ. παρακολούθη(σις) -ση]
- παρακολουθώ [parakoluθó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. παρατηρώ συστηματικά και κρυφά τις κινήσεις, τις δραστηριότητες κάποιου, τον κατασκοπεύω: H αστυνομία παρακολουθεί τον ύποπτο. Έβαλε να παρακολουθούν τη γυναίκα του. Είναι απαράδεκτο να παρακολουθούνται πολίτες για τις πολιτικές τους δραστηριότητες. || επιτηρώ, ελέγχω: Παρακολουθούνται όλες οι έξοδοι της χώρας, για να αποτραπεί η διαφυγή των κακοποιών στο εξωτερικό. Οι χώροι του σουπερμάρκετ παρακολουθούνται με κλειστό τηλεοπτικό κύκλωμα. 2. παρατηρώ, ακολουθώ με το βλέμμα ή (και) την ακοή μου ένα (οργανωμένο) θέαμα ή ακρόαμα, κάποιες κινήσεις ή δραστηριότητες: ~ ένα παιχνίδι / μια εκδήλωση / μια ομιλία / μια εκπομπή / μια παρέλαση / έναν αγώνα / μια συζήτηση (από την τηλεόραση, το ραδιόφωνο). ~ από το παράθυρο την κίνηση του δρόμου / τη βροχή να πέφτει. Ο τερματοφύλακας παρακολούθησε άναυδος την πορεία της μπάλας, που κατέληξε στα δίχτυα του. Παρακολουθήσαμε την εκτόξευση του πυραύλου. 3. συμμετέχω διανοητικά ή και με τη φυσική μου παρουσία σε κάποιες (κυρ. πνευματικές) δραστηριότητες: ~ μαθήματα πιάνου / οδήγησης / ραπτικής. ~ τις παραδόσεις του μαθήματος της Iστορίας. Παρακολούθησα τις εργασίες του συνεδρίου ως προσκεκλημένος. 4. συγκεντρώνω την προσοχή μου, (και) προσπαθώ να βρω τη λογική συνοχή, να κατανοήσω κπ. ή κτ.: ~ το ρήτορα / τον ομιλητή. Δεν μπορώ να παρακολουθήσω τις σκέψεις / τους συλλογισμούς σου. Mε παρακολουθείς;, προσέχεις, ακούς, καταλαβαίνεις όσα λέω; 5α. παρατηρώ συστηματικά κτ. για να αντλήσω πληροφορίες, να ενημερωθώ: ~ τον ημερήσιο / τον αθλητικό / τον οικονομικό τύπο. Παρακολουθεί την πολιτική / οικονομι κή / αθλητική ειδησεογραφία. β. παρατηρώ συστηματικά κτ. που έχει μια συνέχεια, που εξελίσσεται ή μεταβάλλεται: ~ ένα σίριαλ / μια εκπομπή (σε συνέχειες). ~ την υπόθεση από κοντά. ~ τις πολιτικές / οικονομικές εξελίξεις. || Ο γιατρός παρακολουθεί την εξέλιξη της ασθένειας. Ποιος γιατρός σε παρακολουθεί; 6. ακολουθώ κτ. που προηγείται, που εξελίσσεται: H γραπτή γλώσσα παρακολουθεί την προφορική με αρκετή καθυστέρηση. H τεχνική εκπαίδευση πρέπει να παρακολουθεί τις νέες τεχνολογίες. Ο κοινός άνθρωπος δεν μπορεί πια να παρακολουθήσει την αλματώδη ανάπτυξη της τεχνολογίας.
[λόγ. < αρχ. παρακολουθῶ]
- παρακόρη η [parakóri] Ο30 : (παρωχ.) 1. κορίτσι που βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού, συνήθ. από γνωστή ή συγγενή οικογένεια. 2. θετή κόρη, ψυχοκόρη.
[παρα- 1 κόρη]
- παράκουος -η -ο [parákuos] Ε5 : που δεν υπακούει, δεν πειθαρχεί σε εντολές, σε διαταγές, ανυπάκουος: Παράκουο παιδί.
[παρακού(ω) 1 -ος]
- παράκουσμα το [parákuzma] Ο49 : το αποτέλεσμα του παρακούω 1, κακό ή εσφαλμένο άκουσμα.
[λόγ. < αρχ. παράκουσμα]
- παρακούω 1 [parakúo] -ομαι Ρ (βλ. ακούω) : I. σχηματίζω διαφορετική (εσφαλμένη, ατελή) ακουστική αντίληψη σε σχέση με λόγια ή με ήχους που πραγματικά ειπώθηκαν ή ακούστηκαν, ακούω άλλο αντί άλλου: Nόμισα πως χτύπησε το κουδούνι αλλά φαίνεται πως παράκουσα. Mίλα της πιο δυνατά, γιατί είναι γριά και παρακούει. II. δεν υπακούω, απειθώ σε εντολή, σε διαταγή που μου δόθηκε από κπ.: Tιμωρήθηκε, γιατί παράκουσε τις διαταγές / τις εντολές. Δεν πρέπει να παρακούμε τους γονείς μας.
[I: αρχ. παρακούω· ΙΙ: ελνστ. σημ.]
- παρακούω 2, -γομαι : 1. ακούω κτ. με μεγάλη συχνότητα, σε μεγάλη έκτα ση: Παρακούστηκε αυτό το τραγούδι φέτος από το ραδιόφωνο. 2. ακούω πολύ καλά: Άκουσες; - Άκουσα και παράκουσα.
[παρ(α)- 2 ακούω]
- παρακράτημα το [parakrátima] Ο49 : το αποτέλεσμα του παρακρατώ 1.
[λόγ. παρακρατη- (παρακρατώ) 1 -μα]
- παρακράτηση η [parakrátisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παρακρατώ 1: ~ φόρου / δανείου / ποσού. || (νομ.) ~ κυριότητας.
[λόγ. παρακρατη- (παρακρατώ) 1 -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. rétention]
- παρακρατικός -ή -ό [parakratikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στο παρακράτος: Παρακρατικές ομάδες / οργανώσεις / δραστηριότητες. || (ως ουσ.) ο παρακρατικός, άτομο που ανήκει σε παρακρατική οργάνωση.
παρακρατικά ΕΠIΡΡ: Ομάδες που δρουν ~. [λόγ. παρακράτ(ος) -ικός]



