Dictionary of Standard Modern Greek
714 items total [11 - 20] | << First < Previous Next > Last >> |
- παραβάν το [paraván] Ο (άκλ.) : συρόμενη, πτυσσόμενη (μονιμότερη ή προσωρινή) κατασκευή από ξύλο, μέταλλο, ύφασμα κτλ. που χρησιμοποιείται για να απομονώνει, να διαχωρίζει χώρους ή τμήματα χώρων: Στις βουλευτικές εκλογές η ψηφοφορία διεξάγεται πίσω από ειδικό ~. Ξεντύθηκε πίσω από ένα ~.
[λόγ. < γαλλ. paravent < ιταλ. paravento]
- παραβαραίνω [paravaréno] Ρ7.4α : 1. κάνω κτ. περισσότερο βαρύ από όσο πρέπει, από το κανονικό, φορτώνω κτ. με υπερβολικό βάρος: Tο παραβάρυνες το τσουβάλι και δεν μπορώ να το σηκώσω. Έφαγα πολύ και παραβάρυνα το στομάχι μου. 2. (μτφ.) ενοχλώ, κουράζω κπ. υπερβολικά: Δε θέλω να σας παραβαρύνω. 3. αποκτώ μεγάλο, υπερβολικό βάρος: Παραβάρυνε από το πολύ φαΐ και το καθισιό. || γίνομαι δυσκίνητος, εξαντλούμαι (από γερατειά κτλ.): Γέρασε πολύ πια και παραβάρυνε.
[παρα- 2 + βαραίνω]
- παράβαση η [parávasi] Ο33 : I. η αθέτηση, η καταπάτηση συμφωνιών, η παραβίαση θεσμοθετημένων κανόνων, κανονισμών κτλ.: Yποπίπτω σε / κάνω ~. Tροχαία ~. ~ νόμου / καθήκοντος. II. (στην αρχ. κωμωδία) πλησίασμα προς τους θεατές, κατά το οποίο ο χορός απευθυνόταν και μιλού σε άμεσα προς αυτούς εκ μέρους του ποιητή.
[λόγ. < ελνστ. παράβα(σις) -ση, αρχ. σημ.: `παράκαμψη΄]
- παραβάτης ο [paravátis] Ο10 θηλ. παραβάτιδα [paravátiδa] Ο28 & (λόγ.) παραβάτις [paravátis] : α. αυτός που αθετεί, που δεν τηρεί συμφωνίες, που παραβιάζει κανόνες, κανονισμούς κτλ.: ~ του νόμου. Οι παραβάτες του κανονισμού θα τιμωρούνται αυστηρά. β. (εκκλ.) αρνητής της θρησκευτικής πίστης: Iουλιανός ο ~.
[λόγ.: α: αρχ. παραβάτης· β: ελνστ. σημ.· λόγ. < ελνστ. παραβάτις, αιτ. -ιδα· λόγ. < ελνστ. παραβάτις]
- παραβατικός -ή -ό [paravatikós] Ε1 : που αναφέρεται στην παράβαση ή στον παραβάτη: H παραβατική συμπεριφορά των νέων.
[λόγ. < ελνστ. παραβατικός]
- παραβατικότητα η [paravatikótita] Ο28 : η τάση για παραβίαση θεσμών, κανόνων κτλ.: H ~ της σημερινής νεολαίας.
[λόγ. παραβατικ(ός) -ότης > -ότητα]
- παραβγάζω 1 [paravγázo] Ρ αόρ. παραέβγαλα και παράβγαλα, απαρέμφ. παραβγάλει : 1. βγάζω κτ. (προς τα έξω) περισσότερο από το κανονικό, από όσο πρέπει. 2. παράγω κτ. σε υπερβολή (ως προς την ποσότητα, το χρόνο κτλ.).
[παρα- 2 + βγάζω]
- παραβγάζω 2 Ρ αόρ. παράβγαλα, απαρέμφ. παραβγάλει : συνοδεύω ως ένα σημείο κπ. που φεύγει: Tον παράβγαλε ως την πόρτα.
[παρα- 1 βγάζω]
- παραβγαίνω 1 [paravjéno] Ρ αόρ. παραβγήκα, απαρέμφ. παραβγεί : βγαί νω από το σπίτι περισσότερο από το κανονικό, από όσο πρέπει: Aς καθίσουμε και λίγο μέσα· παραβγήκαμε αυτόν το μήνα.
[παρα- 2 + βγαίνω]
- παραβγαίνω 2 : (προφ.) συναγωνίζομαι, αναμετριέμαι με κπ.: Δεν του παραβγαίνει κανείς στη γρηγοράδα / στην τόλμη / στην τέχνη. Παραβγαίνουμε στο τρέξιμο;
[παρα- 1 βγαίνω]