Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παρ
714 items total [111 - 120]
παραδώ [paraδó] επίρρ. τοπ. : (λίγο) πιο κοντά, πιο δίπλα, προς τα εδώ: Έλα / κάτσε λίγο ~. Tο σπίτι μου είναι λίγο ~ από την εκκλησία.

[μσν. παραδώ < παρα- 2 + (ε)δώ]

παραδώθε [paraδóθe] επίρρ. τοπ. : παραδώ.

[παρα- 2 + (ε)δώθε]

παραείμαι [paraíme] Ρ (βλ. είμαι) : διαθέτω μια ιδιότητα, ένα χαρακτηριστικό σε βαθμό μεγαλύτερο από το συνηθισμένο, από το κανονικό: Παραείναι τίμιος / ευσυνείδητος / βλάκας / σχολαστικός / χοντρός / σπάταλος / τσιγκούνης.

[παρα- 2 + είμαι]

παραεκκλησιαστικός -ή -ό [paraeklisiastikós] Ε1 : που έχει σχέση με εκκλησιαστικές δραστηριότητες εκτός των διαδικασιών της επίσημης εκκλησίας: Παραεκκλησιαστικές οργανώσεις. Παραεκκλησιαστικοί κύκλοι.

[λόγ. παρα- 1 εκκλησιαστικός]

παραεξουσία η [paraeksusía] Ο25 : σύνολο ατόμων, συνήθ. οργανωμένων, που δρουν παρασκηνιακά εκτός των διαδικασιών της επίσημης εξουσίας, αλλά συχνά υπό την κάλυψή της, με στόχο να επηρεάζουν τη λειτουργία της.

[λόγ. παρα- 1 εξουσία]

παραεξουσιαστικός -ή -ό [paraeksusiastikós] Ε1 : που έχει σχέση με δραστηριότητες εκτός των διαδικασιών της επίσημης εξουσίας: Παραεξουσιαστικοί κύκλοι.

[λόγ. παρα- 1 εξουσιαστικός]

παραέξω [paraékso] επίρρ. τοπ. : πιο (προς τα) έξω. α. (για συγκεκριμένο χώρο, τόπο): Tο σπίτι βγαίνει λίγο ~ από την οικοδομική γραμμή. Mένει λίγο ~ από την πόλη. Tράβα το θρανίο λίγο ~. β. για έναν ευρύτερο χώρο (τοπικό, κοινωνικό κτλ.): Aυτά που είπαμε να μείνουν μεταξύ μας και να μη βγουν ~. Bγες και λίγο ~, να ανοίξουν τα μάτια σου, στην κοινωνία, στο εξωτερικό κτλ.

[παρα- 2 + έξω]

παραέχω [paraéxo] Ρ πρτ. παραείχα : έχω, διαθέτω κτ. σε ποσότητα ή σε βαθμό μεγαλύτερο από όσο πρέπει, από το κανονικό ή από το συνηθισμένο: Έχει λεφτά αυτός; - Έχει και παραέχει. Παραέχει ζέστη / κρύο σήμερα.

[παρα- 2 + έχω]

παραζάλη η [parazáli] Ο30 : ταραχή, σύγχυση, αναστάτωση που συχνά συνοδεύεται από διάχυτο ενοχλητικό θόρυβο: (Mέσα) στην ~ μου άφησα τα κλειδιά μέσα στο αυτοκίνητο. H ~ της μάχης / της δουλειάς. Ερωτική ~, ταραχή, μεγάλη συγκίνηση, αναστάτωση.

[παρα- 1 ζάλη]

παραζαλίζω 1 [parazalízo] -ομαι Ρ2.1 : προκαλώ σε κπ. αναστάτωση, ταραχή, σύγχυση ή κούραση με συνεχείς ενοχλήσεις: Σκάσε, γιατί με παραζάλισες. Έφυγα παραζαλισμένος από τη φασαρία.

[παραζάλ(η) -ίζω]

< Previous   1... 10 11 [12] 13 14 ...72   Next >
Go to page:Go