Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παρ
714 items total [41 - 50]
παραγγελιοδότης ο [parangelioδótis] Ο10 : αυτός που έχει δώσει μια συγκεκριμένη παραγγελία, ιδίως εμπορική.

[λόγ. παραγγελί(α) -ο- + -δότης]

παραγγελιοδόχος ο [parangelioδóxos] Ο18 : αυτός που δέχεται και εκτελεί εμπορικές κυρίως παραγγελίες.

[λόγ. παραγγελί(α) -ο- + -δόχος]

παραγγέλλω [parangélo] -ομαι Ρ πρτ. παρήγγελλα και παράγγελλα, αόρ. παρήγγειλα, απαρέμφ. παραγγείλει, παθ. αόρ. παραγγέλθηκα, απαρέμφ. παραγγελθεί, μππ. παραγγελμένος & παραγγέλνω [parangélno] -ομαι Ρ πρτ. παράγγελνα, αόρ. παράγγειλα, απαρέμφ. παραγγείλει, παθ. αόρ. παραγγέλθηκα, απαρέμφ. παραγγελθεί, μππ. παραγγελμένος : 1. διαβιβάζω εντολές, πληροφορίες, συστάσεις, ζητώ να πραγματοποιηθεί η θέληση, η επιθυμία μου: Tου παράγγειλα να έρθει το γρηγορότερο. Mου παρήγγειλε πως θέλει να με δει. Tους παράγγειλα να μην ξεκινήσουν, γιατί ο καιρός χάλασε. Ο ιδιοκτήτης μάς παράγγειλε να αδειάσουμε το σπίτι, γιατί θα μείνει ο ίδιος. || δίνω εντολή στο σερβιτόρο να μου φέρει κτ.: Έχω παραγγείλει ένα μπιφτέκι και σαλάτα. Tι θα παραγγείλετε παρακαλώ; Παράγγειλέ μου έναν καφέ. 2. δίνω εντολή σε κπ. (άμεσα ή μέσο τρίτων) να μου προμηθεύσει κτ. ή να κατασκευάσει κτ. για λογαριασμό μου: Tα μηχανήματα του εργοστασίου έχουν παραγγελθεί στο εξωτερικό. Παρήγγειλα στον επιπλοποιό έναν καναπέ κι ένα τραπέζι.

[λόγ. < αρχ. παραγγέλλω· αρχ. παραγγέλ(λω) μεταπλ. -νω κατά το αρχ. σχ.: ἔκαμον - κάμνω, ἔτεμον - τέμνω (σύγκρ. φέρνω < φέρω)]

παράγγελμα το [parángelma] Ο49 : 1. προφορική διαταγή, εντολή: Γυμναστικό / στρατιωτικό ~. Οι στρατιώτες πρέπει να εκτελούν με ακρίβεια τα παραγγέλματα. || (ειδικότ.) γυμναστικό ή στρατιωτικό παράγγελμα: Προειδοποιητικό ~, το τμήμα του παραγγέλματος που πληροφορεί για το είδος της άσκησης που πρόκειται να εκτελεστεί. Εκτελεστικό ~, το τμήμα του παραγγέλματος κατά το οποίο εκτελείται η άσκηση. 2. σύσταση, προτροπή, συμβουλή: Hθικά παραγγέλματα.

[λόγ. < αρχ. παράγγελμα]

παραγεμίζω 1 [parajemízo] Ρ2.1α μππ. παραγεμισμένος : 1. (στη μαγειρική) προσθέτω γέμιση σε φαγητά, κυρίως πουλερικά και λαχανικά: Γαλοπούλα παραγεμισμένη με κουκουνάρια, καρύδια και σταφίδες. 2. (μτφ. για λόγο, κείμενο κτλ.) προσθέτω, παρεμβάλλω στοιχεία που πλεονάζουν, που περιττεύουν: Λόγος παραγεμισμένος με στομφώδεις ρητορείες.

[μσν. *παραγεμίζω (πρβ. μσν. παραγεμιστός) < παρα- 1 γεμίζω]

παραγεμίζω 2 : γεμίζω κτ. περισσότερο από το κανονικό ή είμαι γεμάτος περισσότερο από όσο πρέπει: Bάλε βενζίνη στο ρεζερβουάρ, αλλά πρόσεξε να μην το παραγεμίσεις. Παραγέμισε το λεωφορείο κι οι επιβάτες είναι ο ένας πάνω στον άλλο.

[παρα- 2 + γεμίζω]

παραγέμισμα 1 το [parajémizma] Ο49 : (παλαιότ.) η γέμιση.

[παραγεμισ- (παραγεμίζω) 1 -μα]

παραγέμισμα 2 το : το υπερβολικό γέμισμα.

[παραγεμισ- (παραγεμίζω) 2 -μα]

παραγεμιστός -ή -ό [parajemistós] Ε1 : (παλαιότ.) ο γεμιστός.

[μσν. παραγεμιστός < παραγεμισ- (παραγεμίζω) 1 -τός]

παραγερνώ [parajernó] & -άω Ρ10.4α & παραγεράζω [parajerázo] Ρ2.1α μππ. παραγερασμένος : γίνομαι πολύ γέρος: Παραγέρασε πια και ούτε βλέπει ούτε ακούει καλά. || κάνω κπ. να γεράσει πολύ: Mας παραγέρασαν τα βάσανα και οι ταλαιπωρίες.

[παρα- 2 + γερνώ, γεράζω]

< Previous   1... 3 4 [5] 6 7 ...72   Next >
Go to page:Go