Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- παρατείνω [paratíno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. παρέτεινα, απαρέμφ. παρατείνει, παθ. αόρ. παρατάθηκα, απαρέμφ. παραταθεί, μππ. παρατεταμένος* : επιμηκύνω τον (κανονικό, τον αρχικό, τον προκαθορισμένο) χρόνο διάρκειας, ισχύος: Παρατάθηκε ως το τέλος του μήνα η προθεσμία πληρωμής των τελών κυκλοφορίας. H κυβέρνηση αποφάσισε να παρατείνει την ισχύ των περιοριστικών μέτρων.
[λόγ. < αρχ. παρατείνω]



