Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- παραγγέλλω [parangélo] -ομαι Ρ πρτ. παρήγγελλα και παράγγελλα, αόρ. παρήγγειλα, απαρέμφ. παραγγείλει, παθ. αόρ. παραγγέλθηκα, απαρέμφ. παραγγελθεί, μππ. παραγγελμένος & παραγγέλνω [parangélno] -ομαι Ρ πρτ. παράγγελνα, αόρ. παράγγειλα, απαρέμφ. παραγγείλει, παθ. αόρ. παραγγέλθηκα, απαρέμφ. παραγγελθεί, μππ. παραγγελμένος : 1. διαβιβάζω εντολές, πληροφορίες, συστάσεις, ζητώ να πραγματοποιηθεί η θέληση, η επιθυμία μου: Tου παράγγειλα να έρθει το γρηγορότερο. Mου παρήγγειλε πως θέλει να με δει. Tους παράγγειλα να μην ξεκινήσουν, γιατί ο καιρός χάλασε. Ο ιδιοκτήτης μάς παράγγειλε να αδειάσουμε το σπίτι, γιατί θα μείνει ο ίδιος. || δίνω εντολή στο σερβιτόρο να μου φέρει κτ.: Έχω παραγγείλει ένα μπιφτέκι και σαλάτα. Tι θα παραγγείλετε παρακαλώ; Παράγγειλέ μου έναν καφέ. 2. δίνω εντολή σε κπ. (άμεσα ή μέσο τρίτων) να μου προμηθεύσει κτ. ή να κατασκευάσει κτ. για λογαριασμό μου: Tα μηχανήματα του εργοστασίου έχουν παραγγελθεί στο εξωτερικό. Παρήγγειλα στον επιπλοποιό έναν καναπέ κι ένα τραπέζι.
[λόγ. < αρχ. παραγγέλλω· αρχ. παραγγέλ(λω) μεταπλ. -νω κατά το αρχ. σχ.: ἔκαμον - κάμνω, ἔτεμον - τέμνω (σύγκρ. φέρνω < φέρω)]



