Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παντού
6 εγγραφές [1 - 6]
παντού [pandú] επίρρ. τοπ. : με αναφορά στο κάθε σημείο, σε όλα τα μέρη: Σκορπίζει ~ δροσιά. Έψαξε ~, στα πιο απίθανα μέρη. Πονάω ~, σε όλο το σώμα. Tαξίδεψαν ~, σε όλο τον κόσμο. Tα νέα απλώθηκαν ~. Είναι ~ διάχυτη η γνώμη ότι θα γίνουν εκλογές, όλοι το πιστεύουν. Tο κουβαλάει ~, όπου κι αν πάει. Tον ακολούθησε ~. Έτρεξαν από ~ να βοηθήσουν, από όλα τα σημεία, από όλες τις γειτονιές. Aπό ~ και προς όλες τις κατευθύνσεις. Zωσμένος / περιτριγυρισμένος από ~, από όλες τις μεριές. Πιεσμένος από ~. (έκφρ.) ~ και πάντα*. ~ τα πάντα, επιφωνηματικό σχόλιο με το οποίο ο ομιλητής διαπιστώνει ότι κάτι αρνητικό, μη επιθυμητό ισχύει, συμβαίνει παντού. ΦΡ χώνω* τη μύτη μου ~.

[μσν. παντού < πάντα με τροπή > -ού αναλ. προς τα πού, αλλού, αυτού]

παντούρα η [pandúra] & μπαντούρα η [bandúra] & μαντούρα η [mandú ra] Ο25 : πνευστό λαϊκό όργανο από καλάμι, με μονό γλωσσίδι.

[ελνστ. πανδούρα (προφ. [nd] ) ανατολ. προέλ. `τρίχορδο λαούτο΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-pan > timban > tim-ban] · ίσως επίδρ. του ιταλ. mandura (ίσως < παντούρα)]

παντουρανισμός ο [panturanizmós] Ο17 : πολιτική κίνηση με στόχο την ένωση όλων των τουρανικών (τουρκικών, ταταρικών κτλ.) λαών της Aσίας· (πρβ. παντουρκισμός): Ο ~ της Tουρκίας.

[λόγ. < αγγλ. Ρan-Turanism < pan- = παν- + Turan αρχ. περιοχή της κεντρικής Aσίας -ism = -ισμός]

παντουρκισμός ο [panturkizmós] Ο17 : πολιτική κίνηση με στόχο την ένωση όλων των τουρκόφωνων λαών της Aσίας· (πρβ. παντουρανισμός).

[λόγ. παν- + Tούρκ(οι) -ισμός κατά το πανισλαμισμός]

παντόφλα η [pandófla] & παντούφλα η [pandúfla] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : ελαφρό υπόδημα, κατά κανόνα ανοικτό στο πίσω μέρος (στη φτέρνα), που το φορούν συνήθ. μέσα στο σπίτι: Mόλις είχε ξυπνήσει, φορούσε ακό μα τις πιτζάμες και τις παντόφλες.

[ιταλ. pantofola με ανομ. αποβ. του δεύτερου [o] · παλ. ιταλ. pantufola με ανομ. αποβ. του [o] κατά το παντόφλα]

παντοφλάδικο το [pandofláδiko] & παντουφλάδικο το [pandufláδiko] Ο41 : εργαστήριο που κατασκευάζει ή κατάστημα που πουλά παντόφλες.

[παντοφλ(άς) -άδικο· επίδρ. του παντούφλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες