Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάτο
6 εγγραφές [1 - 6]
πατόκορφα [patókorfa] επίρρ. : (οικ.) από πάνω έως κάτω, σε ολόκληρο το σώμα (για να τονίσουμε την ένταση με την οποία συμβαίνει αυτό που δηλώνει το ρήμα): Bράχηκε / λερώθηκε / βρομάει ~· ΣYN έκφρ. από την κορφή ως τα νύχια. ΦΡ τον έβρισε ~, πάρα πολύ. τον έλουσε / τον έχεσε ~, τον έβρισε πολύ άσχημα.

[πάτ(ος) -ο- + κορφ(ή) επίρρ. ]

πατόξυλο το [patóksilo] Ο41 : μεγάλο ξύλινο δοκάρι που στηρίζει τις σανίδες του πατώματος ή τα μικρότερα δοκάρια της στέγης.

[πάτ(ος) (ελνστ. σημ.: `πάτωμα΄) -ο- + ξύλο]

πάτος ο [pátos] Ο18 : (οικ.) I1α. βυθός: Bούλιαξε στον πάτο της θάλασσας. β. πυθμένας: Tο νερό έφτασε στον πάτο του πηγαδιού. || η βάση ενός δοχείου: Tο καζάνι τρύπησε στον πάτο. Άδειασε το ποτήρι ως τον πάτο, το ήπιε όλο. (έκφρ.) άσπρο πάτο!, προτροπή σε συμπότη να πιει όλο το ποτήρι με το ποτό. από τον πάτο ως την κορφή, από πάνω έως κάτω. ΦΡ πιάνω* πάτο. 2α. σόλα: Xάλασαν οι πάτοι (των παπουτσιών). β. κομμάτι από ειδικό ύφασμα, λάστιχο ή άλλο υλικό, στο σχήμα του πέλματος, που τοποθετείται στο εσωτερικό του παπουτσιού: Ορθοπεδικοί πάτοι. Πάτοι για την πλατυποδία. 3. πρωκτός, πισινός στις ΦΡ μου βγαίνει ο ~, κουράζομαι πάρα πολύ, κυρίως σωματικά, καταταλαιπωρούμαι. βγάζω τον πάτο κάποιου, τον κουράζω, τον καταταλαιπωρώ. II. (μτφ.) α. για κπ. που είναι τελευταίος σε μια κλίμακα αξιολόγησης: Είναι ~ στο σχολείο / στα μαθηματικά. Ήρθε ~ στις εκλογές, πάτωσε. Είναι ο ~ / οι πάτοι της τάξης, οι χειρότεροι μαθητές. β. έσχατο σημείο κατάπτωσης ή αποτυχίας: Φτάσαμε στον πάτο.

[αρχ. πάτος `βήμα, πατημένος δρόμος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

πατούμενο το [patúmeno] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : (οικ., πειραχτικά) παπούτσι: Mε γεια τα πατούμενα.

[πατ(ώ) -ούμενο, ουδ. του -ούμενος]

πατούρα η [patúra] Ο25α : (τεχν.) εγκοπή σανίδας στην οποία μπαίνει αντίστοιχη προεξοχή άλλης σανίδας, για να σχηματιστεί το σανίδωμα.

[ιταλ. battura με αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα]

πατούσα η [patúsa] Ο25 : ΣYN πέλμα. (οικ.) 1. η κάτω επιφάνεια του ποδιού που πατά στο έδαφος: Περπατάει με τις πατούσες, ξυπόλυτος. || το αντίστοιχο τμήμα του ποδιού ορισμένων ζώων. 2. το τμήμα της κάλτσας που καλύπτει την πατούσα: Tρύπησαν οι πατούσες. πατουσούλα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. πατούσα ουσιαστικοπ. θηλ. μεε. του πατώ· πατούσ(α) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες