Dictionary of Standard Modern Greek
| 502 items total [151 - 160] | << First < Previous Next > Last >> |
- παραιτώ [paretó] Ρ10.9α : (προφ., ειρ.) απολύω: Άκουσα ότι παραιτήθη κε. - Mάλλον τον παραίτησαν.
[ενεργ. του παραιτούμαι]
- παρακαθήμενος -η -ο [parakaθímenos] Ε5 : (λόγ.) που είναι καθισμένος δίπλα σε κπ. άλλο. || (επέκτ., συνήθ. ως ουσ.) για στενό συνεργάτη ενός προσώπου, που κατέχει μια ανώτερη θέση, εξουσία (συχνά με μειω τική σημασία).
[λόγ. επίθ. < αρχ. πληθ. οἱ παρακαθήμενοι (δες παρακάθομαι 1)]
- παρακάθομαι 1 [parakáθome] Ρ αόρ. παρεκάθησα και παρακάθησα, απαρέμφ. παρακαθήσει : (επίσ.) μετέχω μαζί με άλλα πρόσωπα σε επίσημο πρόγευμα, γεύμα, δείπνο: H ξένη αντιπροσωπεία παρεκάθησε σε δείπνο.
[λόγ. < αρχ. παρακάθημαι με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το κάθη μαι > κάθομαι]
- παρακάθομαι 2 Ρ αόρ. παρακάθισα και (προφ.) παράκατσα και παραέκατσα, απαρέμφ. παρακαθίσει και (προφ.) παρακάτσει : κάθομαι για μεγάλο χρονικό διάστημα, πέρα από το κανονικό ή το συνηθισμένο: Παράκατσα στην καρέκλα και μούδιασα. Παρακάθισε στο κρεβάτι και πιάστηκε, έμεινε ξαπλωμένος πολύ χρόνο. Παρακάτσαμε μέσα στο σπίτι, καιρός να βγούμε και λίγο έξω, μείναμε πολύ χρόνο. Παρακάθισα το καλοκαίρι και μου φαίνεται δύσκολο να ξαναπάω στη δουλειά, έμεινα χωρίς απασχόληση, αδρανής.
[παρα- 2 + κάθομαι]
- παράκαιρος -η -ο [parákeros] Ε5 : που συμβαίνει, που γίνεται πέρα (πριν ή μετά) από τον κατάλληλο, τον ενδεδειγμένο χρόνο: Παράκαιρες ενέργειες. H ανάμειξή σου στην υπόθεση ήταν παράκαιρη.
παράκαιρα ΕΠIΡΡ: Ενήργησε ~. [αρχ. παράκαιρος]
- παρακαλεστικός -ή -ό [parakalestikós] Ε1 : (προφ.) ο παρακλητικός.
παρακαλεστικά ΕΠIΡΡ. [παρακαλεσ- (παρακαλώ) -τικός]
- παρακαλετό το [parakaletó] Ο38 : (προφ.) συνεχείς παρακλήσεις: Mην αρχίζεις το ~ / τα παρακαλετά.
[ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. παρακαλετός]
- παρακαλετός -ή -ό [parakaletós] & παρακαλεστός -ή -ό [parakalestós] Ε1 : (προφ.) για πρόσωπο που ενεργεί ή για γεγονός που συμβαίνει ύστε ρα από παρακλήσεις: Ήρθε παρακαλετή, αφού την παρακάλεσαν.
παρακαλετά & παρακαλεστά ΕΠIΡΡ. [παρακαλε- (παρακαλώ), παρακαλεσ- (παρακαλώ) -τός]
- παρακάλι το [parakáli] Ο44α & παρακάλιο το [paraká
o] Ο39 : (προφ., συνήθ. πληθ.) παράκληση, ικεσία: Άρχισε τα παρακάλια. Δεν παίρνει από παρακάλια, δεν κάμπτεται από παρακλήσεις. [παρακαλ(ώ) -ι, -ιο (αναδρ. σχημ.)]
- παρακαλώ [parakaló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 αόρ. παρακάλεσα, απαρέμφ. παρακαλέσει & -ούμαι Ρ.10.10β παθ. αόρ. και παρακλήθηκα, απαρέμφ. και παρακληθεί : 1. ζητώ ευγενικά, ικετευτικά από κπ. να κάνει κτ. (μια χάρη, μια εξυπηρέτηση, να συγκατατεθεί σε κτ. κτλ.): Tον παρακάλεσα να με βοηθήσει. Παρακάλεσε πολλούς, για να βρει αυτή τη θεσούλα. Aύριο θα με παρακαλάς κι εγώ δε θα θέλω. Mη νομίζεις ότι θα σε παρακαλέσω κιόλας. Ο διάσημος συγγραφέας παρακλήθηκε να συμμετάσχει στην εκδήλωση. Οι επιβάτες παρακαλούνται να μην καπνίζουν. || ~ το Θεό: α. προσεύχομαι, ζητώ από το Θεό: ~ το Θεό να σ΄ έχει καλά. β. εύχομαι: Παρακάλα το Θεό να προλάβουμε / να βρούμε θέση να κάτσουμε. 2. σε διάφορες εκφράσεις (συχνά με τα σε / σας ή παρενθετικά) με τις οποίες ζητιέται κτ. ευγενικά, δίνονται εντολές, επιτρέπεται κτ. κτλ.: (Σε) ~ να είσαι πιο ευγενικός. Δεσποινίς, χτυπήστε, (σας) ~, αυτό το κείμενο στη γραφομηχανή. Φέρε μου, σε ~, έναν καφέ. Mου δίνετε, ~, τη φωτιά σας. 3. (απόλ.) ως θετική απάντηση σε ερώτηση, σε αίτηση ή σε ευχαριστίες: Επιτρέπετε; -~! Mπορώ να καθίσω; -~! Ευχαριστώ (πολύ). -~!
[1: ελνστ. παρακαλῶ, αρχ. σημ.: `προσκαλώ΄· 2: & λόγ. σημδ. γαλλ. être prié· 3: λόγ. σημδ. ιταλ. prego ή γαλλ. je vous en prie]



