Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ο
1.210 εγγραφές [111 - 120]
όθε [óθe] επίρρ. : (λαϊκότρ.) εκεί όπου ή από όπου.

[μσν. όθε < αρχ. ὅθεν με αποβ. του τελικού [n] ]

Οθέλος ο [oθélos] Ο18 : σε μετωνυμία, παθολογικά ζηλότυπος εραστής.

[λόγ. < αγγλ. Οthello ήρωας της ομώνυμης τραγωδίας του Σαίκσπηρ]

οθόνη η [oθóni] Ο30 : 1. επιφάνεια πάνω στην οποία προβάλλονται ή αναπαράγονται εικόνες, σχήματα κτλ. α. λευκή επιφάνεια από ύφασμα ή άλλα υλικά που χρησιμοποιείται στον κινηματογράφο: Πήγε στο σινεμά αλλά δεν κατάλαβε τίποτα από αυτά που έβλεπε στην ~. Mεγάλη ~, ο κινηματογράφος. Tα νέα της οθόνης. β. η ειδική επιφάνεια ηλεκτρονικού μηχανήματος, στην οποία αναπαράγονται εικόνες, σχήματα κτλ.: H ~ της τηλεόρασης / του κομπιούτερ. Mικρή ~, η τηλεόραση. 2. (λόγ.) κομμάτι από ύφασμα, ιδίως λεπτό και σχετικά μεγάλο.

[λόγ. < αρχ. ὀθόνη `λινό ύφασμα΄ (ελνστ. σημ. επίσης: `πανί καραβιού΄)]

οθωμανικός -ή -ό [oθomanikós] Ε1 : που έχει σχέση με τους Οθωμανούς Tούρκους: Οθωμανικό κράτος ή Οθωμανική Aυτοκρατορία, που καταλύθηκε το 1920 και αντικαταστάθηκε από την Tουρκική Δημοκρατία. Οθωμανικό δίκαιο. || (ως ουσ., χυδ.) το οθωμανικό, ο σοδομισμός.

[λόγ. μσν. Οθωμαν(ός) -ικός < αραβ. `Οthmān -ός, από το όνομα του ιδρυτή της δυναστείας (Οθμάν, Οσμάν)]

όι [ói] επιφ. : (λαϊκότρ.) δηλώνει πόνο, λύπη, απόγνωση: ~ ο δύστυχος τι έπαθε! || με επανάληψη: ~ ~ μάνα μου!

[μσν. όι < αρχ. οἴ (με διατήρηση της αρχ. προφ. [óι] ), ηχομιμ.]

οίδα [íδa] Ρ : (λόγ.) κυρίως στις εκφράσεις τις οίδε ή Kύριος οίδε, κανείς δεν ξέρει, είναι τελείως άγνωστο. εν ~ ότι ουδέν ~, ένα μόνο ξέρω, ότι δεν ξέρω τίποτε.

[λόγ. < αρχ. οrδα]

οίδημα το [íδima] Ο49 : (ιατρ.) πρήξιμο σε ορισμένο σημείο των ιστών του σώματος που οφείλεται σε παθολογική συγκέντρωση υγρού στο σημείο αυτό: Πνευμονικό ~.

[λόγ. < αρχ. οἴδημα]

οιδιπόδειος -α -ο [iδipóδios] Ε6 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον Οιδίποδα. || (ψυχαν.) κυρίως στον όρο οιδιπόδειο σύμπλεγμα ή σύμπλεγμα του Οιδίποδα, για ερωτική προσήλωση του γιου στη μητέρα του. || (ως ουσ.) το οιδιπόδειο, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα.

[λόγ. < ελνστ. Οἰδιπόδειος `που αναφέρεται στον Οιδίποδα΄, ο όρος μτφρδ. γερμ. ῖdipuskomplex]

οιηματίας ο [iimatías] Ο3 : (λόγ.) αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, που νομίζει ότι είναι σπουδαίος· αλαζόνας: Είναι ~ και πολύ φιλόδοξος.

[λόγ. < ελνστ. οἰηματίας]

οίηση η [íisi] Ο33 : (λόγ.) η ιδιότητα του οιηματία· αλαζονεία: Άνθρωπος ταπεινός, χωρίς ~. Mιλάει με πολλή ~.

[λόγ. < αρχ. οἴη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   1... 10 11 [12] 13 14 ...121   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες