Dictionary of Standard Modern Greek
| 1,210 items total [11 - 20] | << First < Previous Next > Last >> |
- Ο, ο το [ómikron] (άκλ.) : 1. το δέκατο πέμπτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο όμικρον*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) Ο' ή ο' = εβδομήντα ή εβδομηκοστός: Στη σελίδα οδ' (= 74η) της εισαγωγής. H μετάφραση των Ο' [evdomíkonda] (βλ. εβδομήκοντα). || 'Ο ή 'ο = εβδομήντα χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) Ο ή ο = δέκατος πέμπτος: Οι ραψωδίες Ο [ómi kron] της Iλιάδας και ο της Οδύσσειας.
[αρχ. Ο (σημιτ. προέλ.)· προφ.: κλειστό βραχύ [o] μέχρι την ελνστ. εποχή, από την ελνστ. εποχή περισσότερο ανοιχτή προφ. και σύμπτωση με το Ω· (δες και όμικρον, Ω)]
- όαση η [óasi] Ο33 : 1. γόνιμη έκταση μέσα στην έρημο: Οι οάσεις της Σαχάρας / της Λιβυκής ερήμου. Περίπου τα δύο τρίτα του συνολικού πληθυσμού της Σαχάρας είναι μόνιμοι κάτοικοι που ζουν σε οάσεις. 2. (μτφ.) για ό,τι είναι ευχάριστο, ανακουφιστικό ή γενικά καλό στα πλαίσια μιας δυσάρεστης ή γενικά κακής κατάστασης· (πρβ. καταφύγιο): Tα φοιτητι κά του χρόνια, μοναδική ~ ευτυχίας στη δυστυχισμένη του ζωή.
[λόγ. < αρχ. ἌΟα(σις) `όνομα πόλεων στην έρημο της Λιβύης΄ -ση (αιγυπτ. προέλ.) σημδ. γαλλ. oase < υστλατ. Οasis `εύφορη περιοχή στη λιβυκή έρημο΄ < αρχ. ἌΟασις]
- οβάλ [ovál] Ε (άκλ.) : που έχει σχήμα έλλειψης: ~ τραπέζι / πιατέλα / καθρέφτης. Tο ~ γραφείο του Λευκού Οίκου. ~ πρόσωπο, ωοειδές.
[λόγ. < γαλλ. ovale]
- οβελίας ο [ovelías] Ο3 : (λόγ.) αρνί ψημένο στη σούβλα: Ο πατροπαράδοτος πασχαλινός ~.
[λόγ. < αρχ. ὀβελίας `ψωμί ψημένο στη σούβλα΄ από παρανόηση της σημ. του αρχ. ὀβελός `σούβλα για ψήσιμο κρέατος΄ (δες και στο οβελίσκος)]
- οβελίζω [ovelízo] -ομαι Ρ2.1 : (φιλολ.) χαρακτηρίζω μια λέξη ή ένα χωρίο χειρογράφου ως νόθο: Xωρία του Ευριπίδη / του Θουκυδίδη που οβελίζονται.
[λόγ. < ελνστ. ὀβελίζω `σημειώνω με παύλα σαν ὀβελό (δες στο οβελίας) πως κάποια λ. σε χγφ. είναι σφαλερή ή νόθη΄]
- οβελίσκος ο [ovelískos] Ο18 : τετράπλευρη και συνήθ. μονολιθική κολόνα μεγάλου ύψους, που καταλήγει σε οξύ άκρο όπως οι πυραμίδες: Οι οβελίσκοι κατασκευάζονταν από τους αρχαίους Aιγυπτίους. Οβελίσκοι που κοσμούν σήμερα ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
[λόγ. < ελνστ. ὀβελίσκος, αρχ. σημ.: `μικρή σούβλα΄ (δες στο οβελίας)]
- οβελισμός ο [ovelizmós] Ο17 : (φιλολ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του οβελίζω· χαρακτηρισμός μιας λέξης ή ενός χωρίου χειρογράφου ως νόθου: ~ χωρίου / λέξεως.
[λόγ. < ελνστ. ὀβελισμός (δες στο οβελίζω)]
- οβελός ο [ovelós] Ο17 : 1. (λόγ.) α. η σούβλα. β. λεπτή μεταλλική ράβδος που τη χρησιμοποιούσαν για το γέμισμα ή το καθάρισμα των όπλων. 2. (φιλολ.) μικρή οριζόντια γραμμή με την οποία επισημαίνονται στις κριτικές εκδόσεις οι νόθοι τύποι.
[λόγ.: 1: αρχ. ὀβελός (στη σημ. α)· 2: ελνστ. σημ.]
- οβίδα η [ovíδa] Ο26 : το βλήμα πυροβόλου2 ή όλμου (σε αντιδιαστολή προς το βλήμα φορητού όπλου): H εκρηκτική γόμωση της οβίδας. Tραυματίστηκε από θραύσματα οβίδας.
[λόγ. οβ(ίς) -ίδα < γαλλ. obus (ορθογρ. δαν.)]
- οβιδοβόλο το [oviδovólo] Ο39 : (στρατ.) είδος πυροβόλου2 μέσου βεληνε κούς, με κάννη σχετικά κοντή σε σχέση με άλλα πυροβόλα ίδιου διαμετρήματος· (πρβ. όλμοςα, ολμοβόλο).
[λόγ. οβιδ- (δες οβίδα) -ο- + -βόλον, ουδ. του -βόλος]



