Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.210 εγγραφές [101 - 110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οδυρμός ο [oδirmós] Ο17 : (λόγ.) γοερό κλάμα. (έκφρ.) (θρήνος), κλαυθμός* και ~.
[λόγ. < αρχ. ὀδυρμός]
- οδύρομαι [oδírome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) κλαίω γοερά, συνήθ. στην έκφραση κλαίω και ~, επιτατικά, κλαίω απαρηγόρητα.
[λόγ. < αρχ. ὀδύρομαι]
- Οδυσσέας ο [oδiséas] Ο21 : σε μετωνυμία, αυτός που βρίσκεται πολλά χρόνια μακριά από την πατρίδα του, τη νοσταλγεί όμως συνεχώς και τελι κά επιστρέφει.
[λόγ. < αρχ. Ὀδυσσεύς, αιτ. -έα, το κεντρικό πρόσωπο της Οδύσσειας]
- οδύσσεια η [oδísia] Ο27α : σειρά πολλών γεγονότων και ιδίως περιπετειών που θυμίζουν εκείνες του Οδυσσέα, όπως περιγράφονται στην Οδύσσεια του Ομήρου: H ~ ενός ξενιτεμένου / ενός βιοπαλαιστή.
[λόγ. < αρχ. Ὀδύσσεια]
- όζα η [óza] Ο25α : βερνίκι για τα νύχια.
[;]
- όζαινα η [ózena] Ο27 : (ιατρ.) χρόνια μορφή ρινίτιδας που χαρακτηρίζεται από δυσοσμία.
[λόγ. < ελνστ. ὄζαινα]
- οζίδιο το [ozíδio] Ο40 : (ιατρ.) μικρός όγκος που σχηματίζεται μέσα στο δέρμα ή κάτω από αυτό.
[λόγ. όζ(ος) υποκορ. -ίδιον]
- όζον το [ózon] Ο53 (χωρίς πληθ.) : αέριο με γαλάζιο χρώμα και χαρακτηριστική οσμή που αποτελεί αλλοτροπική μορφή του οξυγόνου: Tο ~ της ατμόσφαιρας παίζει βασικό ρόλο στην ύπαρξη ζωής, γιατί απορροφά τις υπεριώδεις ακτινοβολίες. Tρύπα του όζοντος, το κενό που δημιουργείται στο στρώμα του ατμοσφαιρικού όζοντος.
[λόγ. < γερμ. Οzon < ουδ. μεε. του αρχ. ρ. ὄζω `αναδίδω μυρωδιά΄]
- όζος ο [ózos] Ο18 : (λόγ.) ρόζος.
[λόγ. < αρχ. ὄζος]
- όζω [ózo] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) αναδίδω άσχημη μυρωδιά.
[λόγ. < αρχ. ὄζω]



