Dictionary of Standard Modern Greek
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- ούλο το [úlo] Ο39 (συνήθ. πληθ.) : το τμήμα του βλεννογόνου του στόματος που καλύπτει τις αποφύσεις των γνάθων: Tα ούλα τής άνω / κάτω γνάθου. Παθήσεις των ούλων. Φλεγμονή των ούλων, ουλίτιδα.
[λόγ. < αρχ. οsλον]
- ούλος -η -ο [úlos] Ε3 : (λαϊκότρ.) όλος, ολόκληρος. || συνήθ. στην έκφραση με τα ούλα του / της
, που διαθέτει τα σχετικά στοιχεία, που έχει τις απαραίτητες ιδιότητες ή ικανότητες: Άντρας με τα ούλα του. Γυναίκα με τα ούλα της. Γιατρός με τα ούλα του.
[< όλος με τροπή [o > u] ίσως από επίδρ. του [l] ]



