Dictionary of Standard Modern Greek
| 13 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- ουδαμού [uδamú] επίρρ. τοπ. : (απαρχ., με γεν.) πουθενά: ~ της γης / της οικουμένης, πουθενά σε ολόκληρη τη γη / την οικουμένη.
[λόγ. < αρχ. οὐδαμοῦ]
- ουδέ [uδé] σύνδ. συμπλεκτ. : (λαϊκότρ.) ούτε: Δε σειέται ~ φύλλο. || συχνό στα δημοτικά τραγούδια: ~ στο Bάλτο φάνηκεν ~ στην κρύα βρύση, ούτε
ούτε.
[αρχ. οὐδέ]
- ουδείς ουδεμία ουδέν [uδís] αντων. αόρ. : (λόγ.) κανένας: Ουδεμία αμφιβολία / εξαίρεση. (έκφρ.) επ΄ ουδενί λόγω*. ~ αναμάρτητος*. ~ αναντικατάστατος*. ουδέν νεότερον*. εν ουδεμιά περιπτώσει*. περί ορέξεως* ~ λόγος. ουδέν σχόλιον*. ~ ψόγος*. ουδέν μονιμότερον του προσωρινού*. εν οίδα* ότι ουδέν οίδα. ΦΡ ~ προφήτης* στον τόπο του.
[λόγ. < αρχ. οὐδείς]
- ουδέποτε [uδépote] επίρρ. : (λόγ.) μηδέποτε, ποτέ, ούτε μία φορά: Mπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι ~ επιχείρησα να παρέμβω στο έργο σας.
[λόγ. < αρχ. οὐδέποτε]
- ουδετερόνιο το [uδeterónio] Ο40 : (φυσ., χημ.) το νετρόνιο.
[λόγ. ουδέτερον -ιον (μορφολ. σφαλερή δημιουργία, αντί π.χ. ουδετέριον) μτφρδ. γαλλ. ή αγγλ. neutron]
- ουδετεροποίηση η [uδeteropíisi] Ο33 : 1. (νομ.) στο διεθνές δίκαιο, η απαγόρευση μετατροπής μιας περιοχής σε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων. 2. (γλωσσ.) φαινόμενο κατά το οποίο η φωνολογική αντίθεση ανάμεσα σε δύο φωνήματα μιας γλώσσας παύει να ισχύει σε ορισμένες θέσεις στις οποίες τα φωνήματα αυτά πραγματώνονται με τον ίδιο τρόπο: ~ της αντίθεσης ηχηρών και άηχων συμφώνων στο τέλος της λέξης.
[λόγ. ουδέτερ(ος) -ο- + -ποίη(σις) -ση απόδ. γερμ. Neutralisierung]
- ουδετεροποιώ [uδeteropió] -ούμαι Ρ10.9 : 1. (νομ.) επιβάλλω ουδετεροποίηση1: Ουδετεροποιημένη περιοχή. 2. (γλωσσ., παθ.) υφίσταμαι ουδετεροποίηση2: Στα γερμανικά ουδετεροποιείται η αντίθεση ηχηρών και άηχων συμφώνων στο τέλος της λέξης.
[λόγ. ουδετερο(ποίησις) -ποιώ (αναδρ. σχημ.)]
- ουδέτερος -η -ο [uδéteros] Ε5 : 1. (για κράτος) α. που επίσημα έχει δηλώσει, βάσει του διεθνούς δικαίου, ότι δε συμμετέχει στον πόλεμο: Ουδέτερη χώρα. H Tουρκία έμεινε ουδέτερη κατά το β' παγκόσμιο πόλεμο. || Ουδέτερο πλοίο / λιμάνι, που ανήκει σε ουδέτερο κράτος. Ουδέτερη ζώ νη*. || (ως ουσ.) οι ουδέτεροι, τα ουδέτερα κράτη: Δικαιώματα και υποχρεώσεις των ουδετέρων. β. που δεν ανήκει σε κανένα στρατιωτικό συνασπισμό· (πρβ. αδέσμευτος): H Ελβετία και η Σουηδία, δύο χώρες παραδοσιακά ουδέτερες. 2. που δεν είναι ενταγμένος κάπου και ιδίως δεν υποστηρίζει κανένα από τα αντιμαχόμενα μέρη: Mένω ~ σε μια λογομα χία / σε μια διένεξη. Kρατώ ουδέτερη στάση. Δε γίνεται να μείνει κανείς ~ σε μια επαναστατική περίοδο. Ουδέτερη και αντικειμενική πληροφόρηση. Kράτος ουδέτερο από θρησκευτική άποψη, ανεξίθρησκο. Aθλητικός αγώνας σε ουδέτερο γήπεδο, που δεν ανήκει σε καμιά από τις δύο ομάδες. 3. που δεν είναι συγκεκριμένος και ιδίως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί με συγκεκριμένο τρόπο: Ουδέτερο ύφος / στιλ. Mιλάει σε ουδέτερο τόνο. Ουδέτερα χρώματα, το άσπρο, το μαύρο και το γκρίζο. α. (χημ.) Ουδέτερη χημική ένωση, που δεν είναι ούτε όξινη ούτε αλκαλική. || (φυσ.) ~ αγωγός, που ανήκει σε ένα τριπολικό σύστημα και δεν είναι ούτε θετικά ούτε αρνητικά φορτισμένος. H ουδέτερη ζώνη του μαγνήτη. || (πυρηνική φυσ.) Ουδέτερο άτομο, που το θετικό ηλεκτρικό φορτίο του πυρήνα του είναι ίσο με το αρνητικό των ηλεκτρονίων του. β. (γραμμ.) β1. Όνομα ουδέτερου γένους, που στην ονομαστική του ενικού παίρνει το άρθρο το: Ουσιαστικό / επίθετο ουδέτερου γένους. H λέξη “θρανίο” είναι ουδέτερου γένους. || (ως ουσ.) το ουδέτερο, για ουδέτερο ουσιαστι κό: Kλίση των ουδετέρων. β2. Ρήμα ουδέτερης διάθεσης ή ουδέτερο ρήμα, που δηλώνει ότι το υποκείμενό του ούτε ενεργεί ούτε πάσχει αλλά απλά βρίσκεται σε μία κατάσταση: Tο ρήμα “κοιμάμαι” είναι ουδέτερο.
[λόγ. < αρχ. οὐδέτερος `ούτε ο ένας ούτε ο άλλος΄ (3β: ελνστ. σημ) & σημδ. γαλλ. neutre]
- ουδετερότητα η [uδeterótita] Ο28 : 1. η κατάσταση κατά την οποία ένα κράτος: α. έχει δηλώσει επίσημα ότι είναι ουδέτερο, ότι δε συμμετέχει στον πόλεμο που γίνεται μεταξύ άλλων κρατών: Διακήρυξη / εγγύηση της ουδετερότητας. Tηρώ αυστηρή ~. Οι Γερμανοί, παραβιάζοντας την ~ του Bελγίου, εισέβαλαν στη Γαλλία. Οπαδός της ουδετερότητας, ουδετερόφιλος. Ένοπλη ~, την οποία η χώρα κάνει σεβαστή κινητοποιώντας τις ένοπλες δυνάμεις της. β. δεν είναι ενταγμένο σε κανένα στρατιωτικό συνασπισμό: H ~ της Ελβετίας / της Σουηδίας. Διαρκής ~, που επιβάλλεται σε μία χώρα με διεθνή συμφωνία. 2. η ιδιότητα του ουδέτερου2, εκείνου που δεν είναι εντεταγμένος κάπου και ιδίως δεν υποστηρίζει κανένα από τα αντιμαχόμενα ή αντίθετα μέρη: ~ και αντικειμενικότητα πρέπει να χαρακτηρίζει όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. 3. η ιδιότητα του ουδέτερου3, εκείνου που δεν είναι συγκεκριμένος και ιδίως που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί με συγκεκριμένο τρόπο, να ενταχθεί σε κάποιο είδος: Εντυπωσιάζει η ~ του ύφους του.
[λόγ. ουδέτερ(ος) -ότης > -ότητα]
- ουδετερόφιλος -η -ο [uδeterófilos] Ε5 : που υποστηρίζει την ουδετερότητα, δηλαδή τη μη συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο ή σε στρατιωτικό συνασπισμό: Ουδετερόφιλη πολιτική / συνθηματολογία / κυβέρνηση. Ουδετερόφιλο κόμμα.
[λόγ. ουδετερ(ότης) -ο- + -φιλος]



