Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οντολογία η [ondolojía] Ο25 : (φιλοσ.) κλάδος της μεταφυσικής, που ερευνά την ουσία των όντων γενικά και όχι τις σχέσεις ή την ποιότητά τους.
[λόγ. < νλατ. ontologia (ή μέσω του γαλλ. ontologie) < onto- = οντ- (ον) -ο- + -logia = -λογία]
- οντολογικός -ή -ό [ondolojikós] Ε1 : (φιλοσ.) που αναφέρεται στην οντολογία ή στο ον, όπως αυτή το μελετά: Οντολογική πρόταση, που περιέχει κρίση για ένα ον. Οντολογική απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού, που στηρίζεται στην ανάλυση των ιδιοτήτων του Θεού.
[λόγ. < γαλλ. ontologique < ontolog(ie) = οντολογ(ία) -ique = -ικός]



