Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ονοματολογία
1 item total
ονοματολογία η [onomatolojía] Ο25 : 1. (γλωσσ.) κλάδος της γλωσσολογίας που ασχολείται με την έρευνα και τη μελέτη των τοπωνυμίων και των ανθρωπωνυμίων. 2. το σύνολο των συστηματικά ταξινομημένων ειδικών όρων μιας επιστήμης, τέχνης, τεχνικής κτλ.· ονοματολόγιο.

[λόγ.: 1: γαλλ. onoma tologie < ελνστ. ὀνοματο- + -logie = -λογία· 2: σημδ. γαλλ. nomenclature]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go