Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ομιλώ
2 items total [1 - 2]
ομιλώ [omiló] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) μιλώ: Hσυχία, παρακαλώ· μην ομιλείτε. Mην ομιλείτε στον οδηγό του λεωφορείου. H ομιλούμενη γλώσσα και ως ουσ. η ομιλουμένη, αυτή που μιλάει η πλειοψηφία των ομιλητών, η καθομιλουμένη· (πρβ. κοινή).

[λόγ. < ελνστ. ὁμιλῶ `απευθύνω το λόγο΄, αρχ. σημ.: `έρχομαι σε επαφή΄]

ομιλών [omilón] Ε12β : (λόγ.) μόνο στον όρο ~ κινηματογράφος, στον οποίο ακούγονται οι ομιλίες των ηθοποιών. ANT βουβός, βωβός.

[λόγ. μεε. του ομιλώ `ομιλητής΄ σημδ. γαλλ. parlant]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go