Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: οδοδείκτης
1 item total
οδοδείκτης ο [oδoδíktis] Ο10 : το οδόσημο.

[λόγ. < μσν. οδοδείκτης `κάποιος που δείχνει το δρόμο΄ < οδο- + δείκτης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go