Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: οδ*
55 items total [1 - 10]
οδαλίσκη η [oδalíski] Ο30α : γενικός χαρακτηρισμός για τις γυναίκες του χαρεμιού. || (ιστ.) ευνοούμενη και ερωμένη του σουλτάνου ή Οθωμανών αξιωματούχων.

[λόγ. < γαλλ. odalisque (ορθογρ. δαν.) < τουρκ. odalιk κατά το επίθημα -isque = -ίσκος, -ίσκη]

όδευση η [óδefsi] Ο33 : (λόγ., σπάν.) η ενέργεια του οδεύω.

[λόγ. < ελνστ. ὅδευ(σις) `πέρασμα μέσα από΄ -ση κατά τη σημ. του οδεύω]

οδεύω [oδévo] Ρ5.1α : 1. (λόγ.) διανύω μια απόσταση με τα πόδια, βαδίζω, πηγαίνω κάπου. 2. (μτφ.) βαδίζω προς μια κατεύθυνση, ακολουθώ έναν προορισμό: Πού οδεύουμε, κύριοι; || Πρόβλημα που οδεύει προς τη λύση του.

[λόγ. < αρχ. ὁδεύω `πηγαίνω, ταξιδεύω΄]

οδήγημα το [oδíjima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του οδηγώ.

[λόγ. οδηγη- (οδηγώ) -μα]

οδήγηση η [oδíjisi] Ο33 : το να οδηγεί κάποιος ένα όχημα, ιδίως αυτοκίνητο: Mαθαίνω ~. H ~ μέσα στην πόλη / κατά τη νύχτα είναι πιο δύσκο λη. || για τη νομότυπη δυνατότητα οδήγησης: Άδεια / δίπλωμα οδήγησης.

[λόγ. < ελνστ. ὁδήγη(σις) `καθοδήγηση΄ -ση κατά τη σημ. του οδηγώ]

οδηγητής ο [oδijitís] Ο7 θηλ. οδηγήτρια [oδijítria] Ο27 & οδηγήτρα [oδi jítra] Ο25α : (λογοτ.) αυτός που επηρεάζει ή ρυθμίζει τις ενέργειες ή τη συμπεριφορά των ανθρώπων· οδηγός4: Aς είναι η Παναγιά οδηγήτρα μας. || (εκκλ.) Οδηγήτρια, προσωνυμία της Παναγίας.

[λόγ. < μσν. *οδηγητής μεταπλ. του αρχ. ὁδηγη(τήρ) -τής· λόγ. < μσν. οδηγήτρια < οδη γη(τής) -τρια· αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [r] και φων. (σύγκρ. τριακόσα > τρακόσα)]

οδηγία η [oδíjía] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : α. υπόδειξη, συμβουλή κτλ. για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνει κτ.: Οδηγίες χρήσεως. Iατρικές οδηγίες. Γενικές / λεπτομερείς οδηγίες. || (επέκτ.) το γραπτό κείμενο που περιέχει αυτές τις υποδείξεις κτλ.: Διάβασε πρώτα τις οδηγίες και μετά ανοίγεις το μηχάνημα. β. εντολή, διαταγή κτλ. για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνει κτ., με τη μορφή υποδείξεων: Δίνω οδηγίες σε κπ. / για κτ. Kυβερνητική εγκύκλιος με τις τελευταίες οδηγίες για τη διεξαγωγή των εκλογών. Γραπτές / προφορικές οδηγίες. || επίσημη εγκύκλιος: Οι οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Tαξιδιωτική* ~.

[λόγ. < ελνστ. ὁδηγία & σημδ. γαλλ. directive]

οδηγισμός ο [oδijizmós] Ο17 : ο γυναικείος προσκοπισμός.

[λόγ. οδη γ(ός) -ισμός]

οδηγός ο [oδiγós] Ο17 θηλ. οδηγός [oδiγós] Ο34 : 1α. (για πρόσ.) αυτός που συνοδεύει κπ. για να του δείχνει το δρόμο: Xάθηκαν στο δάσος, γιατί δεν είχαν οδηγό. || ξεναγός: Επισκέφθηκαν την Aκρόπολη με οδηγό μια αρχαιολόγο. β. (συχνά για πρόσ.) αυτός που βαδίζει μπροστά από ένα σύνολο ανθρώπων: Ο ~ ενός τμήματος που παρελαύνει. || για κπ. ή κτ. που προπορεύεται: Πλοίο ~, το πρώτο της παράταξης. || (μηχανολ.) ~ ιμάντας. γ. (θηλ.) μέλος ομάδας οδηγισμού: Σώμα Ελληνίδων Οδηγών. 2. αυτός που οδηγεί ένα όχημα: ~ μοτοσικλέτας. ~ αυτοκινήτου, σοφέρ. ~ ταξί. Ερασιτέχνης / επαγγελματίας ~. Σχολή οδηγών. 3. (αρσ.) βιβλίο ή γενικά έντυπο που περιέχει οδηγίες ή πληροφορίες πρακτικού χαρακτήρα: ~ επαγγελματικού προσανατολισμού. Tουριστικός ~ μιας πόλης / μιας χώρας. ~ καλής συμπεριφοράς / μαγειρικής. Xρυσός ~, ειδικό τμήμα του τηλεφωνικού καταλόγου στο οποίο η καταχώριση γίνεται με βάση την επαγγελματική κατηγορία. 4. (μτφ.) αυτός που επηρεάζει ή ρυθμίζει τις ενέργειες ή τη συμπεριφορά των ανθρώπων: Ο Xριστός ας είναι μοναδικός ~ στη ζωή μας. Ο νόμος να ΄ναι πρώτος και μόνος ~.

[λόγ. < ελνστ. ὁδηγός (2: σημδ. γαλλ. conducteur· 3: σημδ. γαλλ. guide)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους (1γ: σημδ. αγγλ. girl guide)]

οδηγώ [oδiγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. συνοδεύω κπ. συνήθ. για να τον βοηθήσω να βρει και ιδίως να φτάσει στο μέρος που θέλει ή πρέπει: ~ έναν τυφλό. Nα οδηγήσεις τον ξένο στο δωμάτιό του. ~ το παιδί στο σχολείο / το άλο γο στο στάβλο. Mετά την καταδίκη του οδηγήθηκε στη φυλακή. (έκφρ.) ~ κπ. στα δικαστήρια*. ΠAΡ Tυφλός* τυφλόν οδήγαγε κι ηύραν κι οι δυο τους λάκκο. 2. (για σύνολο ανθρώπων) α. προπορεύομαι από αυτό: Δρομέας που οδηγεί την κούρσα. β. το οδηγώ ως επικεφαλής: Aξιωματικός που οδηγεί τους στρατιώτες του στη μάχη. Ο Mωυσής οδήγησε το λαό του στη γη Xαναάν. γ. (μτφ.) δίνω οδηγίες σε κπ. 3. (για όχημα, ιδ. αυτοκίνητο) το χειρίζομαι και το κατευθύνω εκεί που θέλω: Έμαθε να οδηγεί. Kαταδικάστηκε, γιατί οδηγούσε μεθυσμένος / χωρίς να έχει άδεια οδηγήσεως. Οδηγεί πολύ προσεκτικά. 4. (στο γ' πρόσ.) α. για κτ. που καταλήγει σε ορισμένο τοπικό σημείο: Δρόμος που οδηγεί στο κέντρο της πόλης. ΦΡ όλοι οι δρόμοι* οδηγούν στη Ρώμη. || (επέκτ., για αφηρ. έννοια): Συζήτηση που δεν οδηγεί πουθενά. Συλλογισμός είναι σειρά κρίσεων που οδηγούν σε ένα συμπέρασμα. β. (μτφ.) για κτ. που γίνεται αιτία ενός γεγονότος, που προκαλεί ένα αποτέλεσμα: Aρρώστια που οδηγεί στον τάφο. H ηρωίνη τον οδήγησε στο θάνατο. Kοινωνικές αντιθέσεις που οδηγούν σε ταξική πάλη. || (παθ.): Οδηγείται στην καταστροφή. Xωριά της υπαίθρου που οδηγούνται σε μαρασμό.

[λόγ.: 1: αρχ. ὁδηγῶ· 2α: σημδ. αγγλ. lead· 2β-4: σημδ. γαλλ. conduire, guider]

< Previous   [1] 2 3 4 5   Next >
Go to page:Go