Dictionary of Standard Modern Greek
| 808 items total [71 - 80] | << First < Previous Next > Last >> |
- ξαναρωτώ [ksanarotó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : ρωτώ ξανά: Mε ξαναρωτήσατε και σας απάντησα. Nα ξαναρωτηθεί ο υπεύθυνος. (έκφρ.) ρωτώ και ~, ρωτώ με επιμονή.
[μσν. ξαναρωτώ < ξαναερωτώ < ξανα- + ερωτώ κατά το ερωτώ > ρωτώ]
- ξανασαίνω [ksanaséno] Ρ7.1α : 1.(οικ.) ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω: Στάσου εδώ να ξανασάνεις λίγο! 2. (μτφ.) απαλλάσσομαι από κάποιο ψυχι κό βάρος, ανακουφίζομαι: Όταν θα ξεπληρώσω το χρέος, θα ξανασάνω.
[μσν. ξανασαίνω < ξ(ε)- ανασαίνω]
- ξανασκέφτομαι [ksanaskéftome] Ρ (βλ. σκέφτομαι) : σκέφτομαι κτ. ξανά: Θα το ξανασκεφτώ και θα σας απαντήσω. Tο ξανασκέφτηκα και αποφάσισα να μην πάω.
[ξανα- + σκέφτομαι]
- ξανασμίγω [ksanazmíγo] Ρ αόρ. ξανάσμιξα και ξαναέσμιξα, απαρέμφ. ξανασμίξει : σμίγω ξανά με κπ.: Ξανάσμιξαν ύστερα από πολλά χρόνια. Kάποτε θα ξανασμίξουμε.
[ξανα- + σμίγω]
- ξανάστροφος -η -ο [ksanástrofos] Ε5 : ανάστροφος, αναποδογυρισμένος. || (ως ουσ., οικ.) η ξανάστροφη, χαστούκι που δίνεται με το πίσω μέρος της παλάμης· ανάποδη: Θα σου δώσω μια ξανάστροφη, να καταλάβεις.
ξανάστροφα ΕΠIΡΡ. [μσν. ξανάστροφος < εξανάστροφος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αρχ. ρ. ἐξαναστρέφ(ω) `αναποδογυρίζω΄ -ος (σύγκρ. στρέφω - στροφή)]
- ξανασυναντώ [ksanasinandó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : συναντώ πάλι: Πότε θα ξανασυναντηθούμε; Aν ξανασυναντήσεις οποιαδήποτε δυσκολία, ψάξε να με βρεις.
[ξανα- + συναντώ]
- ξανασχηματίζω [ksanasximatízo] -ομαι Ρ2.1 : σχηματίζω ξανά: Ξανασχηματίστηκε το ουράνιο τόξο στον ουρανό. Ξανασχηματίστηκε κυβέρνηση. Ξανασχημάτισε τον αριθμό του τηλεφώνου και περίμενε.
[ξανα- + σχηματίζω]
- ξαναφαίνομαι [ksanafénome] Ρ (βλ. φαίνομαι) : εμφανίζομαι κάπου ξα νά: Δεν ξαναφάνηκε από δω. Aν ξαναφανεί, πες του ότι τον θέλω.
[μσν. ξαναφαίνομαι < ξανα- + φαίνομαι]
- ξαναφέρνω [ksanaférno] Ρ αόρ. ξανάφερα και ξαναέφερα, απαρέμφ. ξαναφέρει : φέρνω ξανά: Nα μου το ξαναφέρεις πίσω. Προσπαθώ να την ξαναφέρω στη μνήμη μου αλλά δεν μπορώ. (έκφρ.) μου την ξανάφερε, με εξαπάτησε ξανά.
[μσν. ξαναφέρνω < ξανα- + φέρνω (διαφ. το αρχ. ἐξαναφέρω `ανεβάζω στην επιφάνεια (για το θαλασσινό νερό)΄)]
- ξαναφεύγω [ksanafévγo] Ρ αόρ. ξανάφυγα και ξαναέφυγα, απαρέμφ. ξαναφύγει : φεύγω ξανά: Mου υποσχέθηκε ότι δε θα ξαναφύγει.
[ξανα- + φεύγω]



