Dictionary of Standard Modern Greek
| 808 items total [671 - 680] | << First < Previous Next > Last >> |
- ξίνισμα το [ksínizma] Ο49 : το αποτέλεσμα του ξινίζω: Tο ~ του κρασιού / του γάλατος.
[ξινισ- (ξινίζω) -μα]
- ξινο- [ksino] & ξινό- [ksinó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το επίθ. ξινός ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. σε σύνθετα ουσιαστικά, δηλώνει ότι αυτό που υπάρχει ως β' συνθετικό έχει ξινή γεύση: ξινόγαλα, ~τύρι. 2. στην κοινή ονομασία φυτών: ~κέρασο, ξινόμηλο, ξινόμουρο, ~στάφυλο. 3. σε σύνθετα παρατακτικά επίθετα: ξινόγλυκος.
[μσν. ξινο- θ. του επιθ. ξιν(ός) -ο- ως α' συνθ.: μσν. ξινό-γαλα]
- ξινόγαλο το [ksinóγalo] Ο41 & ξινόγαλα το [ksinóγala] Ο49 : γάλα το οποίο αφού υποστεί ζύμωση γίνεται παχύρρευστο και υπόξινο.
[ξινο- + γάλ(α) -ο· μσν. ξινόγαλα < ξινο- + γάλα]
- ξινοκέρασο το [ksinokéraso] Ο41 : (λαϊκότρ.) το βύσσινο.
[ξινο- + κεράσ(ι) -ο]
- ξινομηλιά η [ksinomilá] Ο24 : μηλιά που παράγει μήλα με υπόξινη γεύση, ξινόμηλα.
[ξινόμηλ(ο) -ιά]
- ξινόμηλο το [ksinómilo] Ο41 : είδος μήλου με υπόξινη γεύση.
[ξινο- + μήλο]
- ξινός -ή -ό [ksinós] Ε1 : 1α.που έχει την έντονη γεύση του λεμονιού: H σούπα / η σαλάτα είναι πολύ ξινή. || υπόξινος: Ξινά δαμάσκηνα. β. για φρούτα που δεν έχουν ωριμάσει: Είναι ξινά ακόμα τα σταφύλια. ΦΡ περσινά* ξινά σταφύλια. 2. (ως ουσ.) α. το ξινό: α1. η γεύση του ξινού. α2. το κιτρικό οξύ. β. (οικ.) τα ξινά, τα εσπεριδοειδή. ΦΡ μου βγαίνει κτ. ξινό / βγάζω κτ. σε κπ. ξινό, για κτ. που ενώ αρχικά ήταν ευχάριστο, είχε δυσάρεστη έκβαση: Mας βγήκε ξινό το γλέντι / το γέλιο. Mου έβγαλε ξινό το ταξίδι. του / της αρέσουν τα ξινά, του / της αρέσουν οι παράνομες ερωτικές απολαύσεις. 3. (μτφ.) για άνθρωπο δύστροπο, γρουσούζη, στρυφνό: Ξινή γυναίκα.
ξινούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. [μσν. ξινός < *οξινός (αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. [o-oksi > oksi > o-ksi] ) < αρχ. ὄξ(ος) (δες στο ξίδι) -ινός (πρβ. ελνστ. ὄξινος, ίδ. σημ.)· ξιν(ός) -ούτσικος]
- ξινοφαίνεται [ksinofénete] Ρ αόρ. ξινοφάνηκε, απαρέμφ. ξινοφανεί (στο γ' πρόσ. με γεν. προσ. αντων.) : (οικ.) δυσαρεστούμαι από κτ.: Mου ξινοφάνηκε που δε με κάλεσαν στο γάμο τους.
[ξινο- + φαίνομαι]
- ξιπάζομαι [ksipázome] Ρ2.1β : I.για κπ. που νομίζει ότι είναι σπουδαίος, που δείχνει υπέρμετρη αλαζονεία για κτ. ουσιαστικά ασήμαντο: Δεν ξιπάστηκε καθόλου από τη μεγάλη του τύχη. Πώς τον κάνεις παρέα αυτόν τον ξιπασμένο; II. (λαϊκότρ.) ξαφνιάζομαι.
[μσν. ξυπάζω, -ομαι `ξαφνιάζω΄ < εκσυσπάζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και ανομ. αποβ. του δεύτερου [s] < ἐκ- αρχ. συσπῶ `μαζεύομαι΄ με μεταπλ. -ώ > -άζω με βάση το συνοπτ. θ. εκσυσπασ- (ορθογρ. απλοπ.)]
- ξιπασιά η [ksipasxá] Ο24 : (οικ.) αλαζονεία, καυχησιολογία: Είναι όλο ~. Tι ~ είναι αυτή!
[ξιπασ- (ξιπάζομαι) -ιά]



