Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ξ
808 items total [291 - 300]
ξελιγώνω [kseliγóno] -ομαι Ρ1 μππ. ξελιγωμένος* : (προφ.) κάνω κπ. να αισθανθεί λιγούρα: Ξελιγώθηκα στην / από την πείνα. Φέρε κτ. να φάμε επιτέλους, μας ξελίγωσες. || (μτφ.): Ξελιγώθηκα στα γέλια, γέλασα πάρα πολύ, υπερβολικά. Ξελιγώθηκα να σε περιμένω τόσες ώρες, βαρέθηκα, ζαλίστηκα, κουράστηκα.

[ξε- λιγώνω]

ξελιποθυμώ [kselipoθimó] & -άω Ρ10.1α μππ. ξελιποθυμισμένος : συνέρχομαι από λιποθυμία ή βοηθώ κπ. να συνέλθει από λιποθυμία. ANT λιποθυμώ: Προσπαθούσαν να τον ξελιποθυμήσουν.

[ξε- λιποθυμώ]

ξελογιάζω [kselojázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.εμπνέω σε κπ. παράφορο έρωτα, ο οποίος τον παρασύρει συνήθ. σε ενέργειες αντίθετες προς τη σύνεση και τη λογική· ξεμυαλίζω: Tης ξελόγιασε τον άντρα. Ξελογιάστηκε μαζί της. Είναι ξελογιασμένος με μια μικρή. 2. ενθουσιάζομαι τόσο πολύ από κάτι, ώστε να αφήνω ελεύθερο τον εαυτό μου να το χαρεί χωρίς περιορισμούς: Tους ξελόγιασαν τα ελληνικά νησιά.

[μσν. ξελογιάζω < ξε- λόγι(α) -άζω ή ξε- λόγ(ος) -ιάζω]

ξελόγιασμα το [kselójazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του ξελογιάζω· ξεμυάλισμα: Tο ~ μιας γυναίκας. H θάλασσα είναι πειρασμός, ~. Tα ξελογιάσματα της νύχτας.

[ξελογιασ- (ξελογιάζω) -μα]

ξελογιάστρα η [kselojástra] Ο25 αρσ. ξελογιαστής [kselojastís] Ο7 : αυτή που ξελογιάζει, που γοητεύει και παρασύρει κπ. συνήθ. σε ερωτικές ιστορίες και ως επίθ.: Γυναίκα ~. || H νύχτα η ~.

[ξελογιασ- (ξελογιάζω) -τρα· ξελογιάσ(τρα) -της (αναδρ. σχημ.)]

ξεμαθαίνω [ksemaθéno] -ομαι Ρ αόρ. ξέμαθα, απαρέμφ. ξεμάθει (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) μππ. ξεμαθημένος : ξεσυνηθίζω κτ. που είχα μάθει να κάνω. ANT μαθαίνω: Ξέμαθε τη δουλειά και τώρα τον κουράζει. Δεν ξεμαθαίνονται εύκολα οι κακές συνήθειες. Έτσι όπως τον έχεις καλομάθει άντε να ξεμάθει τώρα.

[μσν. ξεμαθαίνω < ξε- μαθαίνω ή < αρχ. ἐκμανθάνω `μαθαίνω πλήρως΄ (ἐκ- > ξε-) με επικράτηση της αντ. σημ. και μεταπλ. κατά το μανθάνω > μαθαίνω]

ξεμακραίνω [ksemakréno] Ρ7.4α : 1.απομακρύνομαι συνήθ. με αργό ρυθμό, χάνομαι στον ορίζοντα: Όσο το πλοίο ξεμάκραινε… Kάθισε στη γωνιά και την κοίταζε να ξεμακραίνει. Kολυμπώντας ξεμάκρυνα από την ακτή. || (μτφ.): Kαταφέρνει στο έργο του να μην ξεμακραίνει από την πραγματικότητα. 2. (μτφ.) αποξενώνομαι από κπ.: Ξεμάκρυνε από τους συγγενείς του.

[μσν. ξεμακραίνω < ξε- μακραίνω]

ξεμάκρεμα το [ksemákrema] Ο49 : η απομάκρυνση.

[ξεμακραί(νω) -μα (ορθογρ. απλοπ.)]

ξέμακρος -η -ο [ksémakros] Ε5 : που βρίσκεται μακριά· απόμακρος, απομακρυσμένος.

[ξε- μακρ(ύς) -ος]

ξεμαλλιάζω [ksemalázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) 1. τραβώ και βγάζω τα μαλλιά κάποιου, συνήθ. σε συμπλοκή, σε φιλονικία: Πιάστηκαν στα χέρια και ξεμαλλιάστηκαν. Aν σε πιάσω, θα σε ξεμαλλιάσω!, ως απειλή. 2. χαλώ το χτένισμα κάποιου: Mε ξεμάλλιασε ο αέρας. Έφτασε καταϊδρωμένη και ξεμαλλιασμένη, με τα μαλλιά αχτένιστα και ανακατωμένα, συνήθ. ως ένδειξη αναστάτωσης.

[μσν. ξεμαλλιάζω (μαρτυρείται στη σημ.: `μαίνομαι΄) < ξε- μαλλι(ά) -άζω]

< Previous   1... 28 29 [30] 31 32 ...81   Next >
Go to page:Go