Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ξιφασκία
1 item total
ξιφασκία η [ksifaskía] Ο25 : η εξάσκηση στο χειρισμό του ξίφους: Mαθαίνει / ξέρει ~. || το αντίστοιχο αγώνισμα: Ήρθε πρώτος στην ~.

[λόγ. ξίφ(ος) + -ασκία κατά το αρχ. σωμασκία `σωματική άσκηση΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go