Dictionary of Standard Modern Greek
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
- ξεφτίλα 1 η [kseftíla] Ο25α : (λαϊκ.) ο εξευτελισμός.
[ξεφτιλ(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]
- ξεφτίλα 2 η : (λαϊκ., για πρόσ.) ο εξευτελισμένος· ο ξεφτίλας.
[< ξεφτίλα 1]
- ξεφτίλας ο [kseftílas] Ο2 : (λαϊκ., για πρόσ.) εξευτελισμένος.
[ξεφτίλ(α) 1 -ας]



