Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ν
961 εγγραφές [51 - 60]
νάρκη 1 η [nárki] Ο30 : 1.επιβράδυνση των ζωτικών λειτουργιών και προσωρινή παύση της κινητικής και αισθητήριας ικανότητας σε μερικά ζώα, που οφείλεται στην κάθοδο ή στην άνοδο της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος κάτω ή επάνω από ορισμένα όρια: Xειμερία / θερινή ~. 2α. βαθύς και βαρύς ύπνος, από τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να ξυπνήσει· λήθαργος: Έπεσε σε ~ απ΄ την πολλή ζέστη. || τάση για βαθύ ύπνο: Tο κρασί μού φέρνει ~. M΄ έπιασε μια ~ και κλείνουν τα μάτια μου. β. (μτφ.): Πνευματική ~, κατάσταση πλήρους αδιαφορίας για πνευματικά ζητήματα.

[λόγ. < αρχ. νάρκη `μούδιασμα΄ & σημδ. γαλλ. narcose]

νάρκη 2 η : εκρηκτικός μηχανισμός, σε διάφορα σχήματα και μεγέθη, που αποτελείται από ένα δοχείο με εκρηκτική ύλη και από έναν πυροδοτικό μηχανισμό που μπαίνει σε λειτουργία, όταν περάσει επάνω από αυτόν κάποιο πλοίο, όχημα ή άνθρωπος: ~ ξηράς. ~ θαλάσσια / υποβρύχια / βυθού· (πρβ. τορπίλη). Έκρηξη / εξουδετέρωση μιας νάρκης. Aνίχνευση ναρκών. || (μτφ.): Bάζω ~, ναρκοθετώ2: Mε τις ενέργειές τους βάζουν ~ στις προσπάθειές μας.

[λόγ. < αρχ. νάρκη (ονομασία ψαριού που προκαλεί μούδιασμα) σημδ. γαλλ. torpille]

ναρκισσεύομαι [narkisévome] Ρ5.1β : θαυμάζω υπερβολικά τον εαυτό μου: Tο ναρκισσευόμενο εγώ. Nαρκισσευόμενος νέος ηθοποιός.

[λόγ. ναρκισσ(ισμός) -εύομαι]

ναρκισσισμός ο [narkisizmós] Ο17 : ο υπερβολικός θαυμασμός του εαυτού μας και η εκδήλωση αυτού του θαυμασμού.

[λόγ. < γαλλ. narcissisme < αρχ. Νάρκισσ(ος) -isme = -ισμός]

νάρκισσος ο [nárkisos] Ο20α : 1.διακοσμητικό φυτό, με άσπρα ή κίτρινα σαν καμπάνες άνθη που έχουν πολύ δυνατό άρωμα. 2. το άνθος του παραπάνω φυτού.

[λόγ. < αρχ. νάρκισσος]

Nάρκισσος ο [nárkisos] Ο20α : 1.στην αρχαία ελληνική μυθολογία, νέος με εκπληκτική ομορφιά, που ερωτεύτηκε τον εαυτό του, όταν είδε το πρόσωπό του να καθρεφτίζεται στο νερό μιας πηγής. 2. νάρκισσος, άνθρωπος που θαυμάζει υπερβολικά τον εαυτό του, είτε για τη φυσική ομορφιά του είτε για τις πνευματικές ικανότητες και επιδόσεις του· (πρβ. ωραιοπαθής).

[λόγ. < αρχ. Νάρκισσος]

ναρκοθέτηση η [narkoθétisi] Ο33 : η ενέργεια του ναρκοθετώ. 1. τοποθέτηση ναρκών σε μια περιοχή: H ~ μιας περιοχής. 2. (μτφ.) παρεμβολή στην εξέλιξη μιας διαδικασίας, με ύπουλο τρόπο, εμποδίων που θέτουν σε κίνδυνο την καλή έκβασή της: H ~ μιας προσπάθειας / ενός σχεδίου.

[λόγ. ναρκοθετη- (ναρκοθετώ) -σις > -ση]

ναρκοθετώ [narkoθetó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.τοποθετώ νάρκες σε μια περιοχή: Nαρκοθετήθηκαν τα σύνορα. Nαρκοθετημένη ζώνη. 2. (μτφ.) παρεμβάλλω στην εξέλιξη μιας διαδικασίας, με ύπουλο τρόπο, εμπόδια που θέτουν σε κίνδυνο την καλή έκβασή της· τορπιλίζω· (πρβ. υπονομεύω).

[λόγ. νάρκ(η) 2 -ο- + -θετώ]

ναρκοληψία η [narkolipsía] Ο25 : (ιατρ.) διαταραχή του οργανισμού, που προκαλεί περιοδικά ακατάσχετη τάση για ύπνο.

[λόγ. < γαλλ. narcolepsie < narco- < αρχ. νάρκ(η) -ο- + -lepsie = -ληψία]

ναρκομανής -ής -ές [narkomanís] Ε10 : που έχει εθιστεί στη χρήση των ναρκωτικών· τοξικομανής. || (συνήθ. ως ουσ.) ο ναρκομανής, θηλ. ναρκομανής.

[λόγ. ναρκο(μανία) -μανής < γαλλ. narcomanie < narco- < αρχ. νάρκ(η) -ο- + -manie = -μανία]

< Προηγούμενο   1... 4 5 [6] 7 8 ...97   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες