Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- νυκτός -ή -ό [niktós] Ε1 : για μουσικό όργανο που παίζεται με πένα.
[λόγ. < αρχ. νυκ- (νύσσω) `αγγίζω με οξύ αντικείμενο΄ -τός]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ. < αρχ. νυκ- (νύσσω) `αγγίζω με οξύ αντικείμενο΄ -τός]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |