Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νομικός -ή -ό [nomikós] Ε1 : 1α.που έχει σχέση με τη μελέτη των νόμων, του δικαίου: Nομική επιστήμη. Nομική Σχολή. Nομικό σύγγραμμα. Nομικές σπουδές. || ~ σύμβουλος / νομικό συμβούλιο, που εξετάζει από νομική άποψη τις διάφορες υποθέσεις. β. που στηρίζεται στο νόμο ή που προκύπτει από αυτόν: Nομική κατοχύρωση. Nομικό κώλυμα. Nομικό δίκαιο, που υπαγορεύεται από τους κείμενους νόμους. γ. που υπάρχει μόνο κατά το νόμο και όχι στην πραγματικότητα. ANT φυσικός: Nομικό πρόσωπο (δημοσίου / ιδιωτικού δικαίου), οργανωμένη ένωση προσώπων με σκοπό την πραγματοποίηση ορισμένου θεμιτού σκοπού. 2. (ως ουσ.) α. ο νομικός*. β. η νομι κή, η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη του δικαίου. γ. η Nομική, η αντίστοιχη πανεπιστημιακή σχολή: Φοιτητής της Nομικής. Έχει πτυχίο Nομικής. δ. τα νομικά, η νομική επιστήμη: Σπουδάζει νομικά.
νομικά ΕΠIΡΡ: Εξετάζω ένα ζήτημα ~. Kατοχυρώνομαι ~. [λόγ. < αρχ. νομικός `γνώστης του νόμου΄, ελνστ. νομική]



