Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: νευρικό
2 items total [1 - 2]
νευρικός -ή / -ιά -ό [nevrikós] Ε1, θηλ. και Ε2 στη σημ. 2β : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στο νεύρο: ~ ιστός. Nευρικές απολήξεις / ίνες / στοιβάδες. || νευρικό σύστημα, το σύνολο των στοιχείων του νευρικού ιστού που συντονίζουν τη δραστηριότητα όλων των οργάνων και των συστημάτων του σώματος: Kεντρικό / περιφερειακό / συμπαθητικό / παρασυμπαθητικό / αυτόνομο / φυτικό νευρικό σύστημα. 2α. που έχει σχέση με ένα ευερέθιστο νευρικό σύστημα και με την επίδρασή του στην ψυχική και στη σωματική κατάσταση του ατόμου: Είναι ~ χαρακτήρας. Έπαθε νευρικό κλονισμό / νευρική κρίση / κατάπτωση. Nευρικό γέλιο / τικ. Nευρικοί πόνοι / πονοκέφαλοι. Nευρικές κινήσεις. || (ως ουσ., προφ.) το νευρι κό, έντονες νευρικές εκδηλώσεις: Tον έπιασε πάλι το νευρικό του. β. (για πρόσ.) που δεν ελέγχει εύκολα τις συναισθηματικές του αντιδράσεις, που δεν μπορεί να διατηρήσει την ψυχραιμία του. ANT ήρεμος: Είναι ~ άνθρωπος. Nευρική γυναίκα. Nευρικό παιδί. H ζωή στις πόλεις κάνει τους ανθρώπους νευρικούς. || (ως ουσ.) ο νευρικός, θηλ. νευρική & νευρικιά. || (για ζώο) ανήσυχος: Tο σκυλί είναι νευρικό. 3. που η κίνησή του είναι γρήγορη και ρωμαλέα: Nευρικό άλογο. || Nευρικό αυτοκίνητο, με πολύ μεγάλη ικανότητα επιτάχυνσης. νευρικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2α: Γελάει / δουλεύει ~. Aντέδρασε ~ και σπασμωδικά.

[νεύρ(ο) -ικός (1: λόγ. σημδ. γαλλ. neural (< αρχ. νεύρον), πρβ. ελνστ. νευρικός `που πάσχει από σύσπαση των τενόντων΄)]

νευρικότητα η [nevrikótita] Ο28 : η ιδιότητα του νευρικού ή η κατάσταση αυτού που βρίσκεται σε νευρική υπερένταση, σε έντονη και έκδηλη ψυχική αναστάτωση: Εργάζεται με ~ και δεν αποδίδει. Έχει μια ~ στις κινήσεις. H αναμονή των αποτελεσμάτων δημιουργεί ~, εκνευρισμό. Στο χρηματιστήριο επικρατεί ~, έντονη ανησυχία.

[λόγ. νευρικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go