Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ναυ*
68 items total [61 - 68]
ναυτολόγιο το [naftolójio] Ο40 : ναυτιλιακό έγγραφο στο οποίο αναφέρονται τα ονόματα των μελών του πληρώματος ενός πλοίου και ό,τι έχει σχέση με την εργασία τους και με την κίνηση του πλοίου.

[λόγ. ναυτο- + -λόγιον]

ναυτολογώ [naftoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.προσλαμβάνω ένα ναυτικό στην υπηρεσία εμπορικού πλοίου: Nαυτολογήθηκε σε ξένο καράβι. 2. στρατολογώ ναύτη στο πολεμικό ναυτικό.

[λόγ. < ελνστ. ναυτολογῶ `παίρνω επιβάτες΄ κατά τη σημ. της λ. ναυτολογία]

ναυτόπαις ο [naftópes] Ο γεν. ναυτόπαιδος, αιτ. ναυτόπαιδα, πληθ. ναυτόπαιδες, γεν. ναυτοπαίδων : (λόγ.) νεαρός μαθητευόμενος ναύτης· μούτσος. || μαθητής κατώτερης ναυτικής σχολής.

[λόγ. < αρχ. ναυτοπαίδιον με αντικατάσταση του αρχ. παιδίον από το αρχ. παῖς για περισσότερο εξαρχαϊσμό]

ναυτόπουλο το [naftópulo] Ο41 : (οικ.) ναυτόπαις, μούτσος. || (συναισθ.) ναύτης.

[ναύτ(ης) -όπουλο]

ναυτοπρόσκοπος ο [naftopróskopos] Ο20α θηλ. ναυτοπροσκοπίνα [nafto proskopína] Ο26 : αυτός που ανήκει σε έναν από τους κλάδους του προσκοπισμού, όπου παρέχεται ναυτική εκπαίδευση και καλλιεργείται η αγά πη για τη θάλασσα.

[λόγ. ναυτο- + πρόσκοπος· ναυτοπρόσκο π(ος) -ίνα]

ναυτοσύνη η [naftosíni] Ο30 : (παρωχ., λογοτ.) το επάγγελμα του ναυτικού, η ναυτική τέχνη.

[λόγ. ναύτ(ης) -οσύνη]

ναυτοφυλακή η [naftofilakí] Ο29 : κτίριο ή παροπλισμένο πλοίο που χρησιμεύει ως φυλακή ναυτικών.

[λόγ. ναυτο- + φυλακή, σφαλερή σημ. (αντί: `φρουρά από ναύτες΄)]

ναυτώνας o [naftónas] Ο2 : κτίριο ή παροπλισμένο πλοίο, όπου στρατωνίζονται ναύτες.

[λόγ. ναύτ(ης) -ών > -ώνας]

< Previous   1... 3 4 5 6 [7]   Next >
Go to page:Go