Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 68 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ναυτίλος 1 ο [naftílos] Ο18 : (ζωολ.) μαλάκιο που το σώμα του καλύπτεται από ένα σπειροειδές όστρακο, χωρισμένο σε πολλούς θαλάμους.
[λόγ. < νλατ. nautilus (στη νέα σημ., μαλάκιο του Ειρηνικού) < αρχ. ναυτίλος `μαλάκιο με υμένα σαν πανί΄]
- ναυτίλος 2 ο : (παρωχ., λογοτ.) ο ναυτικός.
[λόγ. < αρχ. ναυτίλος]
- ναυτίλος 3 ο : σύνθετο όργανο γυμναστικής.
[λόγ. < ναυτίλος 1(;)]
- ναυτο- [nafto] & ναυτό- [naftó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ναυτ- [naft], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνή εν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι το β' συνθετικό αναφέρεται: 1. στους ναύτες: ~λογώ, ναυτόπαιδο. 2. στη ναυτιλία: ναυτασφάλεια, ~δάνειο, ~λόγιο. 3. στο πολεμικό ναυτικό: ~δικείο, ~δίκης.
[λόγ. < αρχ. ναυτο- θ. του ουσ. ναύτ(ης) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. ναυτο-δίκαι]
- ναυτοδάνειο το [naftoδánio] Ο40 : δάνειο με μεγάλο επιτόκιο που χορηγείται σε πλοίαρχο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, για να αντιμετωπίσει έκτακτες οικονομικές ανάγκες του πλοίου και που η επιστροφή του εξαρτάται από την έκβαση της ναυτικής επιχείρησης· θαλασσοδάνειο1.
[λόγ. ναυτο- + δάνειον]
- ναυτοδικείο το [naftoδikío] Ο39 : το δικαστήριο που δικάζει ποινικά αδικήματα των ανδρών του πολεμικού ναυτικού.
[λόγ. ναυτοδίκ(ης) -είον]
- ναυτοδίκης ο [naftoδíkis] Ο10 : δικαστής που είναι μέλος ναυτοδικείου.
[λόγ. εν. < αρχ. ναυτοδίκαι (πληθ.)]
- ναυτολόγηση η [naftolójisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ναυτολογώ.
[λόγ. ναυτολογη- (ναυτολογώ) -σις > -ση]
- ναυτολογία η [naftolojía] Ο25 : 1.κατάταξη στρατεύσιμου κληρωτού στο πολεμικό ναυτικό. 2. εγγραφή στο ναυτολόγιο εμπορικού πλοίου.
[λόγ. < ελνστ. ναυτολόγ(ος) `που φροντίζει για την πρόσληψη ναυτών΄ -ία]
- ναυτολογικός -ή -ό [naftolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη ναυτολογία: ~ κατάλογος. Nαυτολογικό γραφείο.
[λόγ. < ελνστ. ναυτολόγ(ος δες στο ναυτολογία) -ικός]



