Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπούσουλας
1 εγγραφή
μπούσουλας ο [búsulas] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : 1. (ναυτ.) η ναυτική πυξίδα. 2. (μτφ.) κατευθυντήρια γραμμή ή πρότυπο για ανθρώπινες ενέργειες: Bάζω / βρίσκω έναν μπούσουλα. ΦΡ χάνω τον μπούσουλα, βρίσκομαι σε πλήρη σύγχυση.

[μσν. μπούσουλας < μπούσουλα η (μεταπλ. με βάση την αιτ.) αντδ. < ιταλ. bussola ( [o > u] από προχωρ. αφομ. [u-o > u-u] ή από επίδρ. του [l] ) < υστλατ. buxida < ελνστ. πυξίδα, αιτ. της λ. πυξίς, δες και πυξίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες