Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μπουμπουνιέρα
1 item total
μπομπονιέρα η [bobonéra] & (προφ.) μπουμπουνιέρα η [bubunéra] Ο25α : μικρή ποσότητα από κουφέτα ειδικά συσκευασμένα που μοιράζεται στους καλεσμένους σε γάμους ή σε βαφτίσια: ~ από τούλι. Nέες κοπέλες μοίραζαν τις μπομπονιέρες.

[ιταλ. bomboniera· [o > u] από επίδρ. των χειλ. [b] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go