Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μπατζανάκης
1 item total
μπατζανάκης ο [badzanákis] Ο11 πληθ. και μπατζανάκια θηλ. μπατζανάκισσα [badzanákisa] Ο27α : ο σύζυγος μιας γυναίκας σε σχέση με το σύζυγο της αδελφής της. || (σπάν.) για τη σύζυγο του αδελφού της συζύγου.

[τουρκ. bacanak -ης· μπατζανάκ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go