Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μούντζα
3 εγγραφές [1 - 3]
μούτζα η [múdza] & μούντζα η [múndza] Ο25α : υβριστική χειρονομία που γίνεται με προβολή της ανοιχτής παλάμης προς την κατεύθυνση κάποιου· φάσκελο: Δίνω / ρίχνω μία ~ σε κπ. / σε κτ., το(ν) μουτζώνω.

[μσν. μούζα, μούτζα, μούντζα `καπνιά, τύφλα΄ < ίσως περσ. muzh (σύγκρ. μουντζούρα) με τροπή [z > dz] (η σημ. από το μουτζούρωμα του προσώπου του πομπευόμενου με την παλάμη βουτηγμένη σε καπνιά)· ανάπτ. ριν. πριν από μεσοφ. [d] ]

μουτζαλιά η [mudzalá] & μουντζαλιά η [mundzalá] Ο24 : (προφ.) η μουτζούρα.

[μσν. *μουτζάλ(α), *μουντζάλ(α) (πρβ. μσν. μουτζουλώνω = μουντζουρώνω) -ιά < μούτζ(α), μούντζ(α) -άλα]

μουτζαλώνω [mudzalóno] -ομαι & μουντζαλώνω [mundzalóno] -ομαι Ρ1 : (προφ.) μουτζουρώνω κτ.

[*μουτζάλ(α), *μουντζάλ(α) (δες στο μουτζα λιά) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες