Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μοβ
3 items total [1 - 3]
μοβ [móv] Ε (άκλ.) : που έχει χρώμα ανοιχτό βιολετί: Φέρετρο και στεφάνια με ~ κορδέλες. || (ως ουσ.) το μοβ, το μοβ χρώμα: Tο ~, το χρώμα του φεμινιστικού κινήματος.

[λόγ. < γαλλ. mauve]

μοβόρικος -η -ο [movótikos] Ε5 : (προφ.) αιμοβόρικος.

[μοβόρ(ος) -ικος]

μοβόρος -α -ο [movóros] Ε4 : (προφ.) αιμοβόρος.

[αρχ. αἱμοβόρος με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go