Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μας
75 items total [31 - 40]
μασονισμός ο [masonizmós] Ο17 : η μασονίαα.

[λόγ. μασόν(ος) -ισμός]

μασόνος ο [masónos] Ο18 : 1. αυτός που ανήκει στη μασονίαα. 2. (μειωτ.) ο άθρησκος. || άνθρωπος που δρα με μυστικότητα.

[ιταλ. masson(e) -ος]

μασούλημα το [masúlima] & μασούλισμα το [masúlizma] Ο49 : η ενέργεια του μασουλώ.

[μασουλη- (μασουλώ), μασουλισ- (μασουλίζω) -μα]

μασουλώ [masuló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & μασουλίζω [masulízo] -ομαι Ρ2.1 : μασάω κτ. επί πολλή ώρα, αργά και συνήθ. με κλειστό στόμα: Όλη τη μέρα της αρέσει κάτι να μασουλάει. Tα άλογα μασούλιζαν το σανό τους. || (επέκτ.): Mασουλάει το μουστάκι του.

[μασ(ώ) -ουλίζω & μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. μασουλισ-]

μασούρι το [masúri] Ο44 : 1. ποσότητα νήματος ή κλωστής μαζεμένη έτσι ώστε να σχηματίζει κύλινδρο. 2α. για αντικείμενα ή προϊόντα τοποθετημένα ή συσκευασμένα σε σχήμα που μοιάζει με μασούρι: Ένα ~ (από) κανέλα / δυναμίτη / δίφραγκα / λίρες. β. (λαϊκ.) μάτσο ιδίως από χαρτονομίσματα. ΦΡ τα κάνει μασούρια, για άνθρωπο τσιγκούνη που αποταμιεύει χρήματα. μασουράκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό μασούρι. 2. μικρό μασούρι με κλωστή για ράψιμο.

[μσν. μασούριον < τουρκ. masur(a) (από τα περσ.) -ιον]

μαστάρι το [mastári] Ο44 : (λαϊκότρ.) ο μαστός των ζώων: Tα μαστάρια της κατσίκας / της αγελάδας. || (μειωτ.) για το γυναικείο μαστό, ιδίως όταν είναι μεγάλος και πλαδαρός: Είχε κάτι μαστάρια μέχρι εκεί κάτω.

[μσν. μαστάρι < ελνστ. μαστάριον υποκορ. του αρχ. μαστός]

μαστεκτομή η [mastektomí] Ο29 : (ιατρ.) αφαίρεση του μαστού με χειρουργική επέμβαση: Ολική / μερική ~.

[λόγ. < νλατ. mastectomy < αρχ. μαστ(ός) + ἐκτομή]

μαστέλο το [mastélo] Ο39 : (λαϊκότρ.) μεγάλος κουβάς.

[αντδ. < ιταλ. mastello < μσνλατ. mastellus < μσν. μαστός `ποτήρι΄ (< αρχ. μαστός)]

μάστερ το [máster] Ο (άκλ.) : δίπλωμα μεταπτυχιακών σπουδών, ιδιαίτερα όταν προέρχεται από αγγλόφωνες χώρες.

[λόγ. < αγγλ. master of arts]

μάστιγα η [mástiγa] Ο28 : 1. (λόγ.) το μαστίγιο. 2. (μτφ.) για κτ. πολύ καταστρεπτικό, ιδίως βλαβερό για τους ανθρώπους: H ~ της ελονοσίας / της ζωοκλοπής. Tα ναρκωτικά είναι μία από τις μάστιγες της εποχής μας.

[λόγ. < αρχ. μάστιξ, αιτ. -ιγα]

< Previous   1 2 3 [4] 5 6 ...8   Next >
Go to page:Go