Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μας
75 items total [51 - 60]
μαστιχωτός -ή -ό [mastixotós] Ε1 : που στη σύσταση, στην υφή μοιάζει με τη μαστίχα και μασιέται όπως αυτή· (πρβ. μαστιχάτος): Mαστιχωτό γλύκισμα.

[μαστίχ(α) -ωτός]

μαστογραφία η [mastoγrafía] Ο25 : (ιατρ.) ακτινογραφία του μαστού.

[λόγ. < αγγλ. mastography < αρχ. μαστό(ς) + -graphy = -γραφία]

μαστόδοντα τα [mastóδonda] Ο42 : (παλαιοντ.) είδος μεγαλόσωμων προβοσκιδωτών θηλαστικών που έζησαν σε προηγούμενες γεωλογικές περιόδους.

[λόγ. < γαλλ. mastodontes < αρχ. μαστ(ός) + ὀδοντ- (δες στο δόντι) -α, ουδ. πληθ. του -ος, από την ομοιότητα των τραπεζιτών τους με θηλές μαστού]

μαστοειδής -ής -ές [mastoiδís] Ε10 : που μοιάζει με μαστό. || (ανατ.) ~ απόφυση, το πίσω και κάτω τμήμα του κροταφικού οστού. Mαστοειδές άντρο.

[λόγ. < αρχ. μαστοειδής]

μαστοράντζα η [mastorándza] Ο25α : (οικ.) 1. ο μάστορας. 2. ομάδα από μαστόρους ή το σύνολο των μαστόρων ορισμένης ειδικότητας.

[μάστο ρ(ας) -άντζα]

μάστορας ο [mástoras] Ο5 προφ. πληθ. και μαστόροι θηλ. μαστόρισσα [mastórisa] Ο27α : 1α. ειδικός τεχνίτης: Έμαθε την τέχνη κοντά σε καλό μάστορα. Tο ρολόι μου δε δουλεύει καλά· θέλει μάστορα. || (λαϊκότρ.) χτίστης: Παλιό γεφύρι χτισμένο από Hπειρώτες μαστόρους. β. ο επικεφαλής ομάδας μαστόρων που δουλεύουν μαζί· αρχιτεχνίτης: Mπήκε στη δουλειά ως βοηθός κι έφτασε να γίνει ~. γ. (οικ.) για κάθε επαγγελματία ιδίως ως προσφώνηση: Πόσο κάνουν τα καρπούζια, μάστορα; 2. (μτφ.) άνθρωπος πολύ ικανός ή επιδέξιος σε κτ.: Είναι ~ στη δουλειά του / στην τέχνη του / στην πολιτική / στο εμπόριο / στην κλεψιά / στο τάβλι. Θα τα καταφέρει, γιατί είναι ~ σε κάτι τέτοια. ΦΡ βρίσκω το μάστορά μου / το μάστορή μου, υποκύπτω σε κπ. ή χάνω από κπ. ανώτερο από μένα.

[μσν. μάστορας < *μαΐστορας (αποβ. του μεσοφ. [j] ) < *μαγίστορας < ελνστ. μαγίστωρ, αιτ. -ορα < λατ. magister `δάσκαλος, “δάσκαλος” στην τέχνη του΄ (δες και στο μάγιστρος)· μσν. μαστόρισσα < μάστορ(ας) -ισσα]

μαστόρεμα το [mastórema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαστορεύω.

[μαστορεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

μαστορεύω [mastorévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. ασχολούμαι ιδίως ερασιτεχνικά με κτ. κατασκευάζοντας ή επιδιορθώνοντάς το: ~ το ρολόι / το ραδιόφωνο. Διαθέτει τα απαραίτητα εργαλεία κι όλο και κάτι μαστορεύει στο σπίτι του. 2. (προφ.) φτιάχνω ή προετοιμάζω κτ. με τέχνη: Εσύ τα μαστόρεψες αυτά; ρώτησε με θαυμασμό.

[μσν. μαστορεύω < μάστορ(ας) -εύω]

μάστορης ο [mástoris] Ο12 : ο μάστορας, ιδίως στη ΦΡ βρίσκω το μάστορή μου / το μάστορά μου, υποκύπτω σε κπ. ή χάνω από κπ. ανώτερο από μένα.

[μσν. μάστορης < μάστορ(ας) μεταπλ. -ης]

μαστόρια τα [mastórja] Ο44α : (προφ.) οι μάστορες.

[μάστορ(ας) πληθ. -ια κατά τα αδέρφια]

< Previous   1... 4 5 [6] 7 8   Next >
Go to page:Go